Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2015

Λες

2. Λες πως αγαπάς… Μα λες πολλά Λόγια βαριά Που να σηκώσεις δε μπορείς Σ’ αυτούς τους ώμους. Δε μπορείς ν’ αντέξεις Το βάρος αυτού που νιώθεις. Αν αγάπη τ’ ονομάζεις, Τότε δεν είν’ αληθινή, Θα πουν κάποιοι, Αφού να την αντέξεις δε μπορείς. Αν είναι αγάπη τ’ όνομά της όμως, Πραγματικά τη δύναμη να την αφήσεις Πρέπει να βρεις, Να προχωρήσεις πριν χαθείς, Σε όαση, σε νεφέλες κι όνειρα απραγματοποίητα. Αν είναι αγάπη πρέπει να είσαι ευτυχισμένη Με την ευτυχία του, Να γελάς με το γέλιο του Και να κλαις με το κλάμα του. Αν αγάπη είναι αυτό, τότε Αφήνομαι σ’ Αυτού τα χέρια να μ’ απαλλάξει Πριν είναι αργά να με λυτρώσει, όσο ο καιρός λάμπει στα μάτια μου. 18/2/97

Όταν το Σ' αγαπάω έγινε Σ' αγαπώ

Εικόνα
         Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα Σ' αγαπάω. Ήταν γλυκό και όμορφο στην όψη. Κάθε πρωί σηκωνόταν και καλημέριζε τη μέρα που είχε έρθει στην πόρτα του. Ετοιμαζόταν μετά, να συναντήσει όλες τις Όμορφες Κουβέντες που είχαν κρυφτεί σε μέρη ανήλιαγα και οι άνθρωποι τις είχαν ξεχασμένες. Και μέχρι αυτό να γίνει, ξεχνιόταν στα φυλλοκάρδια και δεν εμφανιζόταν, γιατί φοβόταν τις Άσχημες Κουβέντες, την Ειρωνία και τον Χλευασμό. Ξέχασα να πω πως είχε μαλώσει πρόσφατα με το Θράσος.          Μια μέρα σκέφτηκε πως είχε μια υπέροχη λιακάδα και αποφάσισε να πάει μια βόλτα. Ίσως, σκέφτηκε, να συναντούσε καμιά Όμορφη Κουβέντα και να έκανε παρέα μαζί της. Τράβηξε, λοιπόν, για τη θάλασσα. Είχε ακούσει πως εκεί, στην ακροθαλασσιά, οι άνθρωποι θυμούνταν τις Όμορφες Κουβέντες και τις σιγοψιθύριζαν γλυκά στο αυτί του αγαπημένου ή της αγαπημένης τους.         Έφτασε και κάθισε στην άμμο ν...

Φεγγάρια

16. Μαύρα φεγγάρια, Πέπλα μαγεμένα, Φωνές που σε καλούν, Πλανιούνται στον αέρα. Δάση στοιχειωμένα, Παλάτια κλειδωμένα, Μορφές κουκουλωμένες, Νυχτιές και τα φεγγάρια Ασήμια στην πόρτα σου, Λουλούδια στις γλάστρες. Νυχτοπερπάτημα πουλιών με ρουμπινένια μάτια, φωτίζουν τα δέντρα, κυκλοφορούν στις κουφάλες τους, γιατί φοβούνται να πάνε αλλού. Το ξέφωτο πήγε λίγο πιο μακριά, Πρέπει να πάρεις το δισάκι στον ώμο Και να πας να το βρεις. Τα τρία καρύδια που σου ‘δωσε η μάγισσα Τα ‘ριξες στο ποτάμι, μα δε φοβάσαι, Γιατί κλείδωσες το φόβο έξω απ’ την ψυχή σου Και μέσα έβαλες το ξέφωτο. 8/5/93 ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΜΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Η μούσα

10. Για μια νεράιδα, Για μια οπτασία, Τρέχω στα δάση, Μες στους λαβύρινθους. Με κόπο κρεμώ το κεφάλι στα βράχια και κάτω η θάλασσα κλαίει σ’ ένα ρυθμό χωρίς αιτία. Το κύμα σφαδάζει, Αφροί και αγέρας, Η άμμος σα λάσπη, Τα σύννεφα πέρα Είναι πια μακριά. Και η μούσα με λύρα, Μανδύα και όστρακα Να με προστάζει να γράψω Και να! Τώρα τη βλέπω Μπροστά στους αιθέρες Στη θάλασσα επάνω Να περπατά. Η πίστη σου που ‘ναι; Ψηλά το κεφάλι! Τα βράχια δεν είναι Παρηγοριά! Τα μάτια σηκώνω, Τα πόδια μου τρέχουν, Τα χέρια ανάλαφρα Δε σταματούν. Η θάλασσα ήρεμη, Καράβια που πλέουν, Ο ήλιος με καίει, Τα δάση οι φίλοι Δε μ’ απειλούν. Τα τέρατα βράχια Που με κρατούσαν, Ανοίξαν τα χέρια, Να με δεχτούν. Κι η μούσα μου τώρα Στον ορίζοντα χάνεται, Στη λύρα πια παίζει, Τα όστρακα ηχούν. 26/3/93 ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΜΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Τι κρίμα

Τι κρίμα που ποτέ δε μέτρησα τη μαγκιά μου με τσιγάρα, με ποτά και με ξενύχτια.

Άτιτλο-Αφιερωμένο στις φίλες μου

Δε θέλω να κρύβεσαι πίσω από τα σύννεφα της κακίας που το σκοτάδι της έπνιξε τον κόσμο μας. Μοιάζουν όλα τόσο σάπια... Θέλω να' σαι ολοκάθαρο γυαλί που ο ήλιος περνά μέσα του. Σαν κάτι ν' άλλαξε και η πνοή μου εσένα άγγιξε και το κύμα μεμιάς ανατάραξε την πράσινη λίμνη εκεί. Εκεί που κρυβόσουνα κάποτε και ήσουν αιχμάλωτη πάντα, να βλέπεις τον ήλιο με κιάλια, χωρίς να μπορείς να με δεις. Και ήταν βουνά τριγύρω σου, οι πέτρινοι ογκοι μπροστά σου, μια φυλακή χωρίς κάγκελα που δεν υπήρχε στα όνειρά σου. Και μαύρα πουλιά από πάνω σου, νύχτωναν και τη μέρα, χόρευαν και κοιτούσαν ειρωνικά και κοροϊδευτικά και τύμπανα βαρούσαν. Τύμπανα όχι για ρυθμό, μα τύμπανα θανάτου, καθώς καραδοκούσαν για να σ' εξαφανίσουν. Μα τώρα όλα άλλαξαν, τώρα τα μάγια λύθηκαν και όλα σκόνη έγιναν απ' τον παλιό σου κόσμο. Τα κιάλια αμέσως έσπασες χωρίς καθόλου τύψεις, δέντρα γινήκαν τα βουνά κι η λίμνη ποταμάκι. νεράκι γάργαρο κυλά τα δέντρα να ποτίζει κι ο ή...

Άτιτλο

Άνοιξη λουσμένη φως από τις ηλιαχτίδες που πετούν, οπτασία κι ύπαρξη απ' τα μάτια που δάκρυα και κεραυνούς πετούν, πες μου πού πας, πού ταξιδεύεις στο ξάγναντο; Η θάλασσα ηρέμησε, η ορμή καταλάγιασε, είσαι φευγάτη από καιρό, πώς να σ' αντικρίσω και τι να σου πω, κάτι περιμένεις και πώς να' βρω σιγουριά να στη δώσω; -Η σιγουριά ανήκει στους νικητές. -Η δύναμη όμως ταιριάζει στους χαμένους. Και τι να σου πω τώρα πια; Η ξιφολόγχη είναι έτοιμη να χτυπήσει ακτίνες, μπορεί και ν' αναστήσει νεκρούς. Περίεργο πράγμα η μουσική! Πώς να την πλάθεις στο νου σου χωρίς όργανα! Εσύ είσαι η καλύτερη ορχήστρα, ο άγνωστος νικητής, που χαίρεσαι γι' αυτό που έκανες κρυφά απ'όλους. Σκέψεις κάνουν ισορροπία στο σκοινί. Θα τις ξεχάσω, μα πάντα θα ξέρω πως υπήρχαν κι αυτές. 30/6/93 ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΜΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Το τζιν πουκάμισο

Το είδε στη βιτρίνα...μπήκε στο κατάστημα και το ζήτησε. Το φόρεσε. Έδειξε αλλιώς...μεσάτο...είχε και χρυσά κουμπιά. Ένιωσε ένα χαμόγελο να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο...σχεδόν απρόσκλητο...αναπάντεχο. Στεκόταν μπρος στον καθρέφτη και σκεφτόταν...εκείνους που δουλέψανε γι' αυτό...πόσο το πρόσεξαν...και τι χαρά που ήταν κι αυτή μια από εκείνους...κι ας μην την ήξεραν...κι ας μην το πίστευαν...πως κάποτε στεκόταν με τις ώρες όρθια για ένα μεροκάματο...και πως το χρήμα το χαιρόταν να το ξοδεύει για εκείνους που αγαπούσε...τόση μόνο αξία είχε για εκείνη...καμία άλλη... κατά τα άλλα...το απεχθανόταν...τους σιχαινόταν εκείνους τους γραβατωμένους με τους χαρτοφύλακες που το μετρούσαν για Θεό τους...σ' αυτήν άρεσε να το εξευτελίζει...μόνο τότε χαιρόταν και ημέρευε το φυλλοκάρδι της... Ένας Θεός ξέρει τι σήμαινε για εκείνη ένα μεροκάματο που κάποτε το έψαχνε με το τουφέκι...που για εκείνο είχε γίνει λάστιχο για να τελειώσει όσα έπρεπε...για να τη βλέπουν οι δικοί της και να χαίρονται...