Όταν το Σ' αγαπάω έγινε Σ' αγαπώ

         Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα Σ' αγαπάω. Ήταν γλυκό και όμορφο στην όψη. Κάθε πρωί σηκωνόταν και καλημέριζε τη μέρα που είχε έρθει στην πόρτα του. Ετοιμαζόταν μετά, να συναντήσει όλες τις Όμορφες Κουβέντες που είχαν κρυφτεί σε μέρη ανήλιαγα και οι άνθρωποι τις είχαν ξεχασμένες. Και μέχρι αυτό να γίνει, ξεχνιόταν στα φυλλοκάρδια και δεν εμφανιζόταν, γιατί φοβόταν τις Άσχημες Κουβέντες, την Ειρωνία και τον Χλευασμό. Ξέχασα να πω πως είχε μαλώσει πρόσφατα με το Θράσος.
         Μια μέρα σκέφτηκε πως είχε μια υπέροχη λιακάδα και αποφάσισε να πάει μια βόλτα. Ίσως, σκέφτηκε, να συναντούσε καμιά Όμορφη Κουβέντα και να έκανε παρέα μαζί της. Τράβηξε, λοιπόν, για τη θάλασσα. Είχε ακούσει πως εκεί, στην ακροθαλασσιά, οι άνθρωποι θυμούνταν τις Όμορφες Κουβέντες και τις σιγοψιθύριζαν γλυκά στο αυτί του αγαπημένου ή της αγαπημένης τους.
        Έφτασε και κάθισε στην άμμο να δει τα κύματα που έσκαγαν δίπλα του. Άρχισε να αφουγκράζεται τους ήχους της θάλασσας και διαπίστωσε πως κάτι μουρμούριζαν. Δεν καταλάβαινε τι ήταν ώσπου το κύμα έβγαλε στα πόδια του ένα τεράστιο κοχύλι. Οι άνθρωποι το χρησιμοποιούσαν για να φωνάζουν μέσα απ' αυτό και να ακούγονται, μα τώρα, καθώς το πήρε στα χέρια του και το έβαλε στο αυτί του, άκουσε μαζί με τον ήχο του κύματος ένα τεράστιο Σ' αγαπώ.
        "Περίεργο", σκέφτηκε, "δε βλέπω κανέναν γύρω μου κι όμως η φωνή είναι ξεκάθαρη".
Έσκυψε να ακούσει ξανά και τότε η φωνή μέσα από το κοχύλι είπε: "Είμαι δίπλα σου, ήμουν όπως εσύ, μα έχασα το άλφα μου κι από Σ' αγαπάω έγινα Σ' αγαπώ μέσα σε μια νύχτα. Με μεταμόρφωσε ο Έρωτας! Είναι λίγο τρελός και ονειροπαρμένος κι αν τύχει να τον συναντήσεις θα σε χτυπήσει κατευθείαν στην καρδιά και θα ζαλιστείς, δε θα ξέρεις τι κάνεις!" Αυτά είπε το κοχύλι κι έπειτα σιώπησε.
       Το Σ' αγαπάω άφησε το κοχύλι στην άμμο. Τότε πρόσεξε πως αυτή είχε μπει στα παπούτσια του και έκανε μια κίνηση να τη διώξει. Μα η Άμμος μίλησε και είπε:" Έχω μια καλύτερη ιδέα! Γιατί δε βγάζεις τα παπούτσια σου να περπατήσεις επάνω μου; Θα χαϊδέψω απαλά τα πόδια σου και θα δροσίσω με το νερό που κρύβω μέσα μου τα πέλματά σου." Έτσι κι έγινε. Η Θαλασσινή Αύρα που μέχρι εκείνη την ώρα παρέμενε σιωπηλή, άρχισε να χορεύει γύρω από το Σ' αγαπάω για να το παρασύρει να αρχίσει κι αυτό να στροβιλίζεται απαλά. Το Κύμα μπλέχτηκε με την Άμμο και σιγομουρμούριζαν πως κάτι πολύ σημαντικό είχε συμβεί ανύποπτα. Μάλλον ο Έρωτας είχε κρυφτεί στον Άνεμο και το Σ' αγαπάω πέταξε απότομα με μια κίνηση το άλφα του και το έριξε στη θάλασσα για να ξεκουραστεί και να βρει τα άλλα γράμματα να κάνει παρέα.
        Τώρα είχε γίνει Σ' αγαπώ και ήταν ανυπόμονο. Ο χρόνος το πίεζε να πάψει να κρύβεται. Ήταν η ώρα της συνάντησης που είχε έρθει κι έλεγε να αρχίσει να ετοιμάζεται. Θα πήγαινε ταξίδι. Εκεί που θα πήγαινε δε χρειαζόταν τίποτα παρά μόνο τον άνθρωπο δίπλα του που γι' αυτόν είχε ξεκινήσει.
      Το Κύμα, προσφέρθηκε να μεταφέρει στην πλάτη του το Σ' αγαπώ και να φτάσει το άλλο Σ' αγαπώ εκεί που κρυβόταν, γιατί κι εκείνο φοβόταν τις Άσχημες Κουβέντες, την Ειρωνεία και τον Χλευασμό.
Και το ταξίδι άρχισε, καθώς η Άμμος τα έβλεπε να ξεμακραίνουν από την ακτή και να χάνονται στην απεραντοσύνη της θάλασσας ακολουθώντας τον δρόμο του Ολόγιομου Φεγγαριού!!!
 
 Homo Universalis: ΚΟΧΥΛΙΑ & ΟΣΤΡΑΚΑ : ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΤΕΧΝΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το αστεράκι