Το τζιν πουκάμισο
Το είδε στη βιτρίνα...μπήκε στο κατάστημα και το ζήτησε.
Το φόρεσε. Έδειξε αλλιώς...μεσάτο...είχε και χρυσά κουμπιά.
Ένιωσε ένα χαμόγελο να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο...σχεδόν απρόσκλητο...αναπάντεχο.
Στεκόταν μπρος στον καθρέφτη και σκεφτόταν...εκείνους που δουλέψανε γι' αυτό...πόσο το πρόσεξαν...και τι χαρά που ήταν κι αυτή μια από εκείνους...κι ας μην την ήξεραν...κι ας μην το πίστευαν...πως κάποτε στεκόταν με τις ώρες όρθια για ένα μεροκάματο...και πως το χρήμα το χαιρόταν να το ξοδεύει για εκείνους που αγαπούσε...τόση μόνο αξία είχε για εκείνη...καμία άλλη...
κατά τα άλλα...το απεχθανόταν...τους σιχαινόταν εκείνους τους γραβατωμένους με τους χαρτοφύλακες που το μετρούσαν για Θεό τους...σ' αυτήν άρεσε να το εξευτελίζει...μόνο τότε χαιρόταν και ημέρευε το φυλλοκάρδι της...
Ένας Θεός ξέρει τι σήμαινε για εκείνη ένα μεροκάματο που κάποτε το έψαχνε με το τουφέκι...που για εκείνο είχε γίνει λάστιχο για να τελειώσει όσα έπρεπε...για να τη βλέπουν οι δικοί της και να χαίρονται...οι μισοί εδώ ...κι άλλοι από ψηλά...μ' εκείνους είχε μια στο τόσο επικοινωνία στον ύπνο της...και πώς χαιρόταν την άλλη μέρα το πρωί σα σηκωνόταν και ιστορούσε το νυχτερινό της περίπατο στ΄ανέφελα υψώματα...κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν η ευτυχία...
Τίποτε άλλο...αυτά...
Το φόρεσε. Έδειξε αλλιώς...μεσάτο...είχε και χρυσά κουμπιά.
Ένιωσε ένα χαμόγελο να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο...σχεδόν απρόσκλητο...αναπάντεχο.
Στεκόταν μπρος στον καθρέφτη και σκεφτόταν...εκείνους που δουλέψανε γι' αυτό...πόσο το πρόσεξαν...και τι χαρά που ήταν κι αυτή μια από εκείνους...κι ας μην την ήξεραν...κι ας μην το πίστευαν...πως κάποτε στεκόταν με τις ώρες όρθια για ένα μεροκάματο...και πως το χρήμα το χαιρόταν να το ξοδεύει για εκείνους που αγαπούσε...τόση μόνο αξία είχε για εκείνη...καμία άλλη...
κατά τα άλλα...το απεχθανόταν...τους σιχαινόταν εκείνους τους γραβατωμένους με τους χαρτοφύλακες που το μετρούσαν για Θεό τους...σ' αυτήν άρεσε να το εξευτελίζει...μόνο τότε χαιρόταν και ημέρευε το φυλλοκάρδι της...
Ένας Θεός ξέρει τι σήμαινε για εκείνη ένα μεροκάματο που κάποτε το έψαχνε με το τουφέκι...που για εκείνο είχε γίνει λάστιχο για να τελειώσει όσα έπρεπε...για να τη βλέπουν οι δικοί της και να χαίρονται...οι μισοί εδώ ...κι άλλοι από ψηλά...μ' εκείνους είχε μια στο τόσο επικοινωνία στον ύπνο της...και πώς χαιρόταν την άλλη μέρα το πρωί σα σηκωνόταν και ιστορούσε το νυχτερινό της περίπατο στ΄ανέφελα υψώματα...κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν η ευτυχία...
Τίποτε άλλο...αυτά...