Γυμνή ψυχή σε κύματα θολά, πώς ταξιδεύεις μέσα στου καιρού τα βάθη, τον πόνο σου να απαλύνεις δε μπορείς, κλείσε τα μάτια για να μην τον δεις. Κι άμα φανεί στο δάκρυ σου η αγάπη, το όνομά της όταν θα ζητήσεις, ρούχο μεταξωτό βάλ' της στα μάτια για να τη ντύσεις. Να μη ρωτήσεις από πού εφάνη, αφρούς κι αλμύρα να εμπιστευτείς, κι όταν στ' ακρογιάλι θα σε βγάλει τα χέρια της να σκύψεις ν' ασπαστείς.
Αναρτήσεις
Λες
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
2. Λες πως αγαπάς… Μα λες πολλά Λόγια βαριά Που να σηκώσεις δε μπορείς Σ’ αυτούς τους ώμους. Δε μπορείς ν’ αντέξεις Το βάρος αυτού που νιώθεις. Αν αγάπη τ’ ονομάζεις, Τότε δεν είν’ αληθινή, Θα πουν κάποιοι, Αφού να την αντέξεις δε μπορείς. Αν είναι αγάπη τ’ όνομά της όμως, Πραγματικά τη δύναμη να την αφήσεις Πρέπει να βρεις, Να προχωρήσεις πριν χαθείς, Σε όαση, σε νεφέλες κι όνειρα απραγματοποίητα. Αν είναι αγάπη πρέπει να είσαι ευτυχισμένη Με την ευτυχία του, Να γελάς με το γέλιο του Και να κλαις με το κλάμα του. Αν αγάπη είναι αυτό, τότε Αφήνομαι σ’ Αυτού τα χέρια να μ’ απαλλάξει Πριν είναι αργά να με λυτρώσει, όσο ο καιρός λάμπει στα μάτια μου. 18/2/97
Όταν το Σ' αγαπάω έγινε Σ' αγαπώ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα Σ' αγαπάω. Ήταν γλυκό και όμορφο στην όψη. Κάθε πρωί σηκωνόταν και καλημέριζε τη μέρα που είχε έρθει στην πόρτα του. Ετοιμαζόταν μετά, να συναντήσει όλες τις Όμορφες Κουβέντες που είχαν κρυφτεί σε μέρη ανήλιαγα και οι άνθρωποι τις είχαν ξεχασμένες. Και μέχρι αυτό να γίνει, ξεχνιόταν στα φυλλοκάρδια και δεν εμφανιζόταν, γιατί φοβόταν τις Άσχημες Κουβέντες, την Ειρωνία και τον Χλευασμό. Ξέχασα να πω πως είχε μαλώσει πρόσφατα με το Θράσος. Μια μέρα σκέφτηκε πως είχε μια υπέροχη λιακάδα και αποφάσισε να πάει μια βόλτα. Ίσως, σκέφτηκε, να συναντούσε καμιά Όμορφη Κουβέντα και να έκανε παρέα μαζί της. Τράβηξε, λοιπόν, για τη θάλασσα. Είχε ακούσει πως εκεί, στην ακροθαλασσιά, οι άνθρωποι θυμούνταν τις Όμορφες Κουβέντες και τις σιγοψιθύριζαν γλυκά στο αυτί του αγαπημένου ή της αγαπημένης τους. Έφτασε και κάθισε στην άμμο ν...
Φεγγάρια
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
16. Μαύρα φεγγάρια, Πέπλα μαγεμένα, Φωνές που σε καλούν, Πλανιούνται στον αέρα. Δάση στοιχειωμένα, Παλάτια κλειδωμένα, Μορφές κουκουλωμένες, Νυχτιές και τα φεγγάρια Ασήμια στην πόρτα σου, Λουλούδια στις γλάστρες. Νυχτοπερπάτημα πουλιών με ρουμπινένια μάτια, φωτίζουν τα δέντρα, κυκλοφορούν στις κουφάλες τους, γιατί φοβούνται να πάνε αλλού. Το ξέφωτο πήγε λίγο πιο μακριά, Πρέπει να πάρεις το δισάκι στον ώμο Και να πας να το βρεις. Τα τρία καρύδια που σου ‘δωσε η μάγισσα Τα ‘ριξες στο ποτάμι, μα δε φοβάσαι, Γιατί κλείδωσες το φόβο έξω απ’ την ψυχή σου Και μέσα έβαλες το ξέφωτο. 8/5/93 ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΜΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Η μούσα
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
10. Για μια νεράιδα, Για μια οπτασία, Τρέχω στα δάση, Μες στους λαβύρινθους. Με κόπο κρεμώ το κεφάλι στα βράχια και κάτω η θάλασσα κλαίει σ’ ένα ρυθμό χωρίς αιτία. Το κύμα σφαδάζει, Αφροί και αγέρας, Η άμμος σα λάσπη, Τα σύννεφα πέρα Είναι πια μακριά. Και η μούσα με λύρα, Μανδύα και όστρακα Να με προστάζει να γράψω Και να! Τώρα τη βλέπω Μπροστά στους αιθέρες Στη θάλασσα επάνω Να περπατά. Η πίστη σου που ‘ναι; Ψηλά το κεφάλι! Τα βράχια δεν είναι Παρηγοριά! Τα μάτια σηκώνω, Τα πόδια μου τρέχουν, Τα χέρια ανάλαφρα Δε σταματούν. Η θάλασσα ήρεμη, Καράβια που πλέουν, Ο ήλιος με καίει, Τα δάση οι φίλοι Δε μ’ απειλούν. Τα τέρατα βράχια Που με κρατούσαν, Ανοίξαν τα χέρια, Να με δεχτούν. Κι η μούσα μου τώρα Στον ορίζοντα χάνεται, Στη λύρα πια παίζει, Τα όστρακα ηχούν. 26/3/93 ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΜΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Άτιτλο-Αφιερωμένο στις φίλες μου
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Δε θέλω να κρύβεσαι πίσω από τα σύννεφα της κακίας που το σκοτάδι της έπνιξε τον κόσμο μας. Μοιάζουν όλα τόσο σάπια... Θέλω να' σαι ολοκάθαρο γυαλί που ο ήλιος περνά μέσα του. Σαν κάτι ν' άλλαξε και η πνοή μου εσένα άγγιξε και το κύμα μεμιάς ανατάραξε την πράσινη λίμνη εκεί. Εκεί που κρυβόσουνα κάποτε και ήσουν αιχμάλωτη πάντα, να βλέπεις τον ήλιο με κιάλια, χωρίς να μπορείς να με δεις. Και ήταν βουνά τριγύρω σου, οι πέτρινοι ογκοι μπροστά σου, μια φυλακή χωρίς κάγκελα που δεν υπήρχε στα όνειρά σου. Και μαύρα πουλιά από πάνω σου, νύχτωναν και τη μέρα, χόρευαν και κοιτούσαν ειρωνικά και κοροϊδευτικά και τύμπανα βαρούσαν. Τύμπανα όχι για ρυθμό, μα τύμπανα θανάτου, καθώς καραδοκούσαν για να σ' εξαφανίσουν. Μα τώρα όλα άλλαξαν, τώρα τα μάγια λύθηκαν και όλα σκόνη έγιναν απ' τον παλιό σου κόσμο. Τα κιάλια αμέσως έσπασες χωρίς καθόλου τύψεις, δέντρα γινήκαν τα βουνά κι η λίμνη ποταμάκι. νεράκι γάργαρο κυλά τα δέντρα να ποτίζει κι ο ή...