ΕΡΩΤΑΝΘΟΙ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ
ΘΕΑΤΡΙΚΟ
ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΘΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
Πρόσωπα:
Δήμος, 17 ετών
Μέλπω, 17 ετών
Κύριος Γιάννης,πατέρας του Δήμου, 60 ετών
Κυρία Γεωργία,μητέρα του Δήμου, 55 ετών
Λάμπρος, 20 ετών
Κύριος Αργύρης, πατέρας Μέλπως, 65 ετών
Κυρία Φωτεινή, μητέρα Μέλπως, 62 ετών
ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
(Ο Δήμος βρίσκεται στην κουζίνα του σπιτιού με τον πατέρα του, κύριο Γιάννη, την ώρα του φαγητού. Μαζί τους είναι και η κυρία Γεωργία.Βάζει φαγητό στα πιάτα και κάθεται μαζί τους για φαγητό. Συζητούν για τις επιδόσεις του στα μαθήματα και εκφράζουν τα συναισθήματά τους για τους στόχους του Δήμου. Ο Δήμος νιώθει ένοχος που κουράζονται και θέλει να τους βοηθήσει).
Κύριος Γιάννης:Δε μου είπες, Δήμο, όλα καλά με το σχολείο;(τρώγοντας τη σούπα).
Δήμος: Ναι, περίφημα. Στο χθεσινό τεστ στη Φυσική πήρα Άριστα. Δεν είχα κανένα λάθος.
Κύριος Γιάννης: Μπράβο, Δήμο μου. Νομίζω πως τελικά θα καταφέρεις να πετύχεις στην Ιατρική.
Κυρία Γεωργία: Φαντάζεσαι, αγόρι μου, να ανοίγεις τελικά, μετά από χρόνια το δικό σου ιατρείο στο χωριό; Κι όλοι να λένε ότι ο γιος του κυρ Γιάννη και της κυρά Γιωργίας τα κατάφερε και έγινε σπουδαίος γιατρός; Τι ευτυχία! Πόσο περήφανη μανούλα θα με έκανες!
Δήμος: Ναι, βέβαια, η Ιατρική είναι το όνειρό μου, όμως...
Κυρία Γεωργία: Όμως, τι, παιδί μου;
Δήμος: Να, εσείς...θέλω να πω... μόνοι σας παλέψατε τόσα χρόνια με τα δέντρα και τώρα που μεγάλωσα θα μπορούσα να σας βοηθήσω!
Κύριος Γιάννης: Α, παιδί μου, δεν ακούω κουβέντα! Εσύ τη δουλειά σου κι εμείς τη δική μας!
Κυρία Γεωργία: Έχει δίκιο ο πατέρας σου. Δε φτάνει που παιδευόμαστε εμείς, θέλεις κι εσύ να μπλέξεις με την αγροτική ζωή; Να παρακαλάς να μη ρίξει χαλάζι και σου καταστρέψει τον καρπό ή να μη φάνε τα σκουλήκια τα κεράσια; Αδύνατον!
Κύριος Γιάννης: Καλά σου λέει η μητέρα σου. Έπειτα, να πει κανείς πως δεν τα παίρνεις τα γράμματα, να πω θα σε βάλω να δουλέψεις μαζί μου. Αλλά, Δήμο, παιδί μου, η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί και εσύ φάνηκε από πολύ νωρίς πόσο σου άρεσαν τα γράμματα.
Δήμος: Πάντα, όμως, μου άρεσε να βρίσκομαι και στη φύση. Εδώ μεγάλωσα. Τα δέντρα τα νιώθω φίλους μου και είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα για μένα μετά από τόσες ώρες διάβασμα. Και στα δύσκολα, έχω και τίποτα να φάω,χαχα!
Κυρία Γεωργία:Ναι και λίγο λίγο, θα αποτραβιέσαι από τα διαβάσματά σου να κοιτάς τις κερασιές και το όνειρο της Ιατρικής θα πάει περίπατο.
Δήμος: Ε, όχι, αλλά κι οι φίλοι μου με τις κερασιές ασχολούνται. Ξέρετε πόσα παιδιά στην τάξη μου έχω δει στα δέντρα; Ο Κώστας ήταν τις προάλλες επάνω σε μια κερασιά με το κοφίνι και μάζευε κεράσια. Λίγο έλειψε να πέσει το κοφίνι και να που έπεσε κι αυτός φαρδύς πλατύς κάτω, γιατί αρχίσαν τα κορίτσια να χαχανίζουν από κάτω κι εκείνος τις κοίταζε ...μη σου πω πώς! Σαν ξερολούκουμα!
Κύριος Γιάννης: Άστους εκείνους. Πες μου κιόλας πως οι φίλοι σου είναι το ίδιο καλοί μαθητές με εσένα και πως έχουνε βάλει πλώρη να γράψουν άριστα στις Πανελλαδικές, γιατί μόνο άριστα θα πρέπει να γράψεις! Και δεν το λέω για να σε παιδέψω ούτε για να σε βασανίσω. Σα νέος κι εγώ όλο έξω στη φύση ήθελα να βρίσκομαι. Άσε που στην ηλικία σου ο νους μου έτρεχε στα όμορφα κορίτσια...
(κοιτάζει με πονηρό βλέμμα τη γυναίκα του).
Κυρία Γεωργία: Γιάννη! Τι πας και θυμάσαι, ο Δήμος μας έχει τον νου του στα βιβλία του, έτσι, Δήμο μου;
(Ο Δήμος έχει στυλώσει το βλέμμα αφηρημένα στο τραπέζι).
Κυρία Γεωργία: Δήμο μου; Λείπεις ψυχούλα μου ή είσαι ακόμη μαζί μας;Χαχα, Γιάννη, καλώς τα μάτια μας τα δύο! Αλήθεια, τι χρώμα μάτια έχει;
Δήμος: Ποιος, καλέ μαμά;
Κυρία Γεωργία: Ποιος ή ποια; Αααχ, παιδί μου, εύχομαι να είναι όμορφη και καλή, μόνο πρόσεχε μην ξεστρατίσεις από τους στόχους σου, αγόρι μου.
Κύριος Γιάννης: Ε, τι ρωτάς τώρα; Όλο και κάποια θα έχει στο νου του. Σε ποιον θα μοιάσει, αν όχι στον πατέρα του; Κι έπειτα, τι να κοιτάζει, αν όχι τα κορίτσια; Τις κότες;Χαχαχα!
Κυρία Γεωργία:Λοιπόν, είναι ώρα να σηκώσω το τραπέζι, αν τελειώσατε κι εσείς.
(Ανασηκώνεται και βάζει το πιάτο της στον νεροχύτη. Επιστρέφει για τα υπόλοιπα).
Κύριος Γιάννης: Εγώ τελείωσα, έχω να πεταχτώ μέχρι το φυτώριο, θέλω να πάρω φάρμακο να ραντίσω τα δέντρα.
(Σηκώνεται και φοράει το καπέλο του.Βγαίνει από το σπίτι).
Δήμος: Ναι κι εγώ θα κάνω μια επανάληψη στη Χημεία.
(Σηκώνεται και πηγαίνει στο δωμάτιό του).
Κυρία Γεωργία: (μονολογεί)Ε, λοιπόν, εγώ θα ανακαλύψω ποια έχει στον νου του ο Δήμος μου. Γιατί είναι ολοφάνερο ότι κορίτσι τον απασχολεί.
(Βάζει το ένα χέρι της σκεπτική, στο σαγόνι της, το άλλο στη μέση της).
........
ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
(Στο διάλειμμα ο Δήμος πλησιάζει τη Μέλπω. Είναι συμμαθητές. Ο Δήμος δε μπορεί να σταματήσει να την κοιτάζει και την πλησιάζει. Εκείνη κάνει αρχικά ότι δεν τον βλέπει και μιλάει με τις φίλες της.)
Δήμος: Γεια σου, Μέλπω! (διστακτικά.)
(Η Μέλπω συνεχίζει να κάνει ότι δεν τον βλέπει. Κοιτάζει ένα φυλλαράκι που κρατάει από ένα δέντρο).
Δήμος: Γεια σου Μέλπω! (Πιο δυνατά)
Μέλπω: Γεια σου, Δήμο! Τι κάνεις; Δε σε πρόσεξα.Έσκισες πάλι σήμερα στην τάξη! Έλυνες, έλυνες, μα τι έγραφες μια ώρα βρε παιδί μου, στραβολαίμιασα να κοιτάζω μπας και δω τίποτα, αλλά μπα... άσε που ήσουν τόσο αφοσιωμένος που και χειροβομβίδα να έπεφτε, δε θα το καταλάβαινες, πρώτα θα έλυνες τις ασκήσεις του τεστ και μετά θα κοίταζες γύρω σου,χαχα!
(Κοιτάζει κάτω και στρίβει νευρικά το φυλλαράκι στα χέρια της).
Δήμος: Υπερβολές!Ω-ωραία τα μαλλιά σου ! Μόνη σου τα έφτιαξες; (αμήχανα)
Μέλπω: Ναι, σου αρέσουν; (δείχνει τη μακριά της ξανθιά κοτσίδα). Είναι το χόμπι μου. Φτιάχνω και της μητέρας μου και των κοριτσιών, πριν βγούμε βόλτα στην πλατεία. Θέλω πολύ να το κάνω επαγγελματικά. Ποιος ξέρει;Αν με αφήσουν οι γονείς μου, θα πάω στην Αθήνα να σπουδάσω κομμωτική. Θα δούμε! Εσύ; Τι θέλεις να κάνεις στο μέλλον;
Δήμος: Εγώ...
Μέλπω: Αν και να μη μου πεις, εγώ καταλαβαίνω ότι στοχεύεις πολύ ψηλά, τόσο καλός μαθητής...κι όλοι σε σένα έρχονται, όταν χτυπάνε στο ποδόσφαιρο!Κράτα όμως και λίγο τα μάτια σου ανοιχτά...
(Βάζει τα χέρια πίσω από τη μέση και κοιτάζει αμήχανα κάπου αλλού.)
Δήμος: Δηλαδή, τώρα πώς τα έχω, κλειστά;
Μέλπω: Ε, όχι, έτσι... αλλιώς εννοώ (τον κοιτάζει στα μάτια και πλησιάζει ένα βήμα προς το μέρος του)
Δήμος: Εγώ βλέπω...βλέπω τα μάτια σου(την κοιτάζει στα μάτια και την πλησιάζει ένα βήμα κι εκείνος) Πράσινα...να, έλεγα...μήπως να πηγαίναμε και καμιά βόλτα μαζί...έχω βέβαια, πολύ διάβασμα, όμως...έχεις δει τι όμορφες που είναι ανθισμένες οι κερασιές; Θέλεις να πάμε να σου δείξω τα δέντρα μας;
Μέλπω: Θα μου άρεσε πολύ, αν και δε θα ήθελα να σε αποσπάσω από το διάβασμά σου. Ποιος ακούει μετά την κυρά Γιωργία!
Δήμος: Όχι, η μάνα μου με ξέρει καλά και είμαι σίγουρος ότι δε θα έχει αντίρρηση να γίνεις το κορίτσι μου.
Μέλπω: Τι να γίνω, λέει;
Δήμος: Ε, τι μόνος κανείς ούτε στον παράδεισο, αλλά ...αν δεν ήταν οι πανελλαδικές θα σε παντρευόμουν αύριο κιόλας!
Μέλπω: Εκτός από βιαστικός είσαι και ονειροπόλος! Και τι θα τρώμε; Εσύ φοιτητής κι αργότερα φαντάρος, μέχρι να βρεις δουλειά...άσε που η ιατρική θέλει πολύχρονες σπουδές!
Δήμος: Πάμε μαζί στην Αθήνα, αν περάσω κι εγώ εκεί, θα έρθεις κι εσύ για σπουδές και θα είναι πιο εύκολο.
Μέλπω: Καλά, ας ξεκινήσουμε από τις ανθισμένες κερασιές και θα δούμε κύριε βιαστικέ!Πρέπει να μπούμε μέσα χτύπησε κουδούνι για μάθημα. (του δίνει ένα κλεφτό φιλί στο μάγουλο και αφήνει ένα πνιχτό γέλιο)Χιχιχι!
(Ο Δήμος ξαφνιάζεται, βάζει το χέρι του στο μάγουλο, σα να μην περίμενε το φιλί, κοιτάζει το χέρι του και χαμογελά. Φεύγει ακολουθώντας τη Μέλπω στην τάξη).
..........
ΜΕΛΠΩ
Κυρία Φωτεινή: Μέλπω! Πού είσαι τόση ώρα, σε περιμένω να φύγουμε για την εκκλησία!
Μέλπω: Εντάξει, έτοιμη είμαι, μη φωνάζεις!
Κυρία Φωτεινή: Κοίτα, μαλλιά, κοίτα χτένισμα! Ούτε νύφη η κόρη μου! Με το καλό κοριτσάκι μου, αλλά για τώρα πρέπει απλώς να πάμε εκκλησία. Και στην εκκλησία μπορεί να πάει κανείς και με τα φτωχικά του ρούχα, ο Θεός δεν κοιτάζει τα λούσα και την εμφάνιση!Άντε κι αργήσαμε!
Μέλπω: Ορίστε, τι άλλη απόδειξη θέλεις ότι κάνω για κομμώτρια; Πες μου ότι θα με αφήσετε σε λίγους μήνες να πάω στην Αθήνα να σπουδάσω!
Κυρία Φωτεινή: Περπάτα τώρα, γιατί αργήσαμε κι ύστερα βλέπουμε! Οι κυρίες μπορούν να περιμένουν ώσπου να γίνουν καραφλές! Χαχαχα! Να συμφωνήσει κι ο πατέρας σου πρώτα και μετά!( σπρώχνει ελαφρά την κόρη της βάζοντας το χέρι στη μέση της).
(Προχωρούν προς τα έξω. Στην εκκλησία συναντούν τον Λάμπρο, έναν νεαρό 20 ετών που κοιτάζει τη Μέλπω επίμονα).
Κυρία Φωτεινή: Άλλο και τούτο (χαμηλόφωνα προς την κόρη της). Πολύ σε κόβει ετούτος, τι να συμβαίνει;
Μέλπω: Δεν ξέρω κι ούτε θέλω να μάθω. Άσε με, τι δουλειά έχω με τον κάθε έναν που ρίχνει το βλέμμα του επάνω μου;
Κυρία Φωτεινή: Πάντως, έχω ακούσει καλά λόγια, δε λέω, παιδί από σπίτι είναι με δέκα στρέμματα χωράφια και μοναχοπαίδι.
Μέλπω: Σου είπα, δε με ενδιαφέρει. Σταμάτα να με ζαλίζεις. Έχεις χάσει τη μισή λειτουργία, αμάν πια!
(Μετά τη λειτουργία ο Λάμπρος καλημερίζει μητέρα και κόρη)
Λάμπρος: Καλή σας μέρα, κυρία Φωτεινή! Τι κάνετε; Μέλπω; Πώς πάει το διάβασμα; Τελειώνεις σε λίγο καιρό το Λύκειο, έτσι;
Μέλπω: Ναι! (κοφτά, η μητέρα της την σκουντάει). Ναι, τελειώνω, θέλω να φύγω και να πάω στην Αθήνα μετά για σπουδές!
Λάμπρος: Α, ναι;Τι σκέφτεσαι να κάνεις;
Μέλπω: Θέλω να μάθω κομμωτική και ίσως να ανοίξω εκεί και κανένα κομμωτήριο.
Λάμπρος: Ωραία, μόνο που, σαν το χωριό μας δε θα βρεις πελατεία πουθενά στην Αθήνα, εκεί είναι ο ένας πάνω στον άλλο και τα κομμωτήρια ξεφυτρώνουν από το πουθενά, σαν τα μανιτάρια! Ενώ εδώ έχουμε τα δέντρα μας, εσείς τις κερασιές σας κι εμείς τις καρυδιές μας! Σκέψου, λέει, να συνεταιριστούμε κάποτε!
Μέλπω: Καθένας με τους στόχους του, τι να κάνουμε!(σταυρώνει τα χέρια και κοιτάει αλλού περιφρονητικά)Πάντως, οι γυναίκες και οι άντρες θα συνεχίσουν να κουρεύονται και εδώ! Οπότε, ίσως κάποτε με χρειαστούν!
Κυρία Φωτεινή: (σκουντάει την κόρη της)Ε,καλά παιδί μου, είναι νωρίς ακόμα. Θα δούμε! (χαμογελά στον Λάμπρο ευγενικά)Λάμπρο μου,μας συγχωρείς, πρέπει να σε αφήσουμε, χαιρετισμούς στους δικούς σου!
Λάμπρος: Ευχαριστώ, θα τους δώσω! Αντίο σας!
(Οι δύο γυναίκες απομακρύνονται πηγαίνοντας στην αντίθετη κατεύθυνση από τον Λάμπρο).
Κυρία Φωτεινή: Μα, τι σε έπιασε, δε σε είχα για αντικοινωνική, δεν τον είδες πώς σε κοιτούσε ο δόλιος; Και να πεις ότι περνάει απαρατήρητος με τόση περιουσία!Κι αν πεις από εμφάνιση; Ψηλός, γεροδεμένος! Πιάνει πέτρα και στη στίβει!Τι θες, καμιά μισοριξιά;
Μέλπω: Πόσες φορές πρέπει να πω και σε σένα και στον μπαμπά ότι δε θέλω να παντρευτώ; Είμαι μικρή για τέτοια πράγματα. Θέλω να πάω για σπουδές στην Αθήνα. Θέλω να σπουδάσω κομμωτική, τόσο κακό είναι;
Κυρία Φωτεινή: Ναι, κομμώτρια! Και να γυρνάς από εδώ κι από κει για ένα μεροκάματο; Το ένα κομμωτήριο θα σε παίρνει και το άλλο θα σε διώχνει!
Μέλπω: Και γιατί να μην ανοίξω το δικό μου κομμωτήριο; Εκεί να δεις καλές δουλειές!
Κυρία Φωτεινή: Το κομμωτήριο θέλει και λεφτά! Θέλει σκέψη, κεφάλαιο, χώρο, μηχανήματα, δεν πας έτσι! Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά εδώ θέλω να μείνεις, στον τόπο μας. Εδώ θα σε βοηθήσουν κι οι πέτρες. Εδώ να γυρίσεις και θα τα βρούμε τα υπόλοιπα.
Μέλπω: Άρα, θα πάω στην Αθήνα να σπουδάσω κομμώτρια, μανούλα;(χοροπηδάει και ενώνει τις παλάμες της παρακλητικά, σα να προσεύχεται).
Κυρία Φωτεινή: Μπορώ να γλιτώσω από τη γκρίνια σου, αν δεν πας;Το μεσημέρι θα το πούμε και στον πατέρα σου.
(Το μεσημέρι στο τραπέζι ο πατέρας της Μέλπως συμφωνεί να πάει στην Αθήνα για να σπουδάσει αυτό που θέλει).
Κύριος Αργύρης: Μου είπε η μητέρα σου τι σκέφτεσαι για μετά το Λύκειο. Μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε, που λέγανε κι οι γονείς μας. Δεν είναι κακή ιδέα, ωστόσο, δε βλέπω τον λόγο γιατί να ξενιτευτείς και να φύγεις από τον τόπο μας για πάντα.
Μέλπω: Εγώ είπα στη μαμά ότι θέλω να κάνω αυτό για να κερδίζω χρήματα, όμως το πού, δε με απασχολεί. Από την άλλη, στην Αθήνα έχει πολύ κόσμο, άρα και περισσότερους πελάτες.
Κύριος Αργύρης: Ναι, αλλά έχει και περισσότερα κομμωτήρια. Ενώ εδώ, θα έχεις το δικό σου χώρο και όλοι θα σε γνωρίζουν και θα έρχονται σε σένα. Επιπλέον, εδώ θα κάνεις την οικογένειά σου, θα βρεις κι ένα καλό παιδί ...
Κυρία Φωτεινή: Σαν τον Λάμπρο, που είδαμε σήμερα στην εκκλησία! Όχι μόνο καλό παιδί, αλλά και με περιουσία και θα σε προσέχει σαν τα μάτια του! Πες της τα που είσαι λογικός, γιατί η κόρη σου έχει το μυαλό πάνω από το κεφάλι της, μου φαίνεται!
Μέλπω: Α, όχι, καλέ μπαμπά, μαμά, τι λες; Πάλι τα ίδια θα λέμε; Όποιος με βλέπει, πάει να πει πως θα γίνει κι άντρας μου;
Κυρία Φωτεινή: Εκτός αν έχεις άλλον στον νου σου!
Μέλπω: Τι εννοείς; Ε, όχι, αυτό πάει πολύ!
Κυρία Φωτεινή: Να με συγχωρεί η χάρη σου, αλλά κατά πώς τα βλέπω, κάποιον άλλον έχεις με τον νου σου εσύ! Έτσι έκανα κι εγώ στην ηλικία σου και...
Κύριος Αργύρης: Καιιι;;! Αυτό μας έλειπε!
Κυρία Φωτεινή:Δε σε πιστεύω, εννοούσα ότι είχα εσένα στο μυαλό μου, τι φαντάστηκες; Αμάν! Έτσι κορόιδευα κι εγώ τους γονείς μου, ο ένας μου ξίνιζε κι ο άλλος μου βρώμαγε!
Κύριος Αργύρης:Είπα κι εγώ!Λοιπόν, να πας και να γυρίσεις εδώ μετά. Μόνο έτσι! Για τα υπόλοιπα θα δούμε, άλλωστε θα έχεις χρόνο να το ξανασκεφτείς μετά!
Μέλπω: Σας ευχαριστώ και τους δύο! (χαμογελάει ενθουσιασμένη)
............
( Σε λίγο καιρό βγαίνουν τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων. Ο Δήμος κοιτάζει με αγωνία να δει το όνομά του στη λίστα των επιτυχόντων. Μόλις το βλέπει, πανηγυρίζει. Στην εξώπορτα του σχολείου συναντάει τη Μέλπω.)
Δήμος: Μέλπω!Τι έγινε; Πώς τα πήγες;
Μέλπω: Καλούτσικα, αν και δε με ενδιαφέρει. Έχω άλλα σχέδια για το μέλλον. Εσύ;
Δήμος: Εγώ μπήκα στην Ιατρική Αθηνών! Ανυπομονώ να το πω στους δικούς μου. Τι σχεδιάζεις;
Μέλπω: Φαντάζομαι τη χαρά τους! Χμ, λέω να έρθω στην Αθήνα για σπουδές κομμωτικής. Δε συγκρίνεται με την Ιατρική βέβαια, αλλά είναι κάτι που μου αρέσει πολύ.
Δήμος: Τέλεια! Κάνε ό,τι σου αρέσει, μόνο έτσι θα το κάνεις καλά. Έτσι, δε λένε, ότι πρέπει να αγαπάμε ό,τι κάνουμε για να το κάνουμε και καλά;Όμως, υπόσχομαι, Μέλπω,... υπόσχομαι να μη χαθούμε!
Μέλπω: Στην ίδια πόλη θα είμαστε, θα έρθω για την κομμωτική! Αλλά μετά; Το μετά είναι που με φοβίζει.
Δήμος: Δηλαδή;
Μέλπω: Ε, να, οι γονείς μου βιάζονται να με παντρέψουν και θέλουν γι'αυτό να γυρίσω εδώ να ανοίξω κομμωτήριο. Για τώρα, βέβαια, κατάφερα να κερδίσω χρόνο, λέγοντας πως είμαι μικρή ακόμα.
Δήμος: Ε, φυσικά και είσαι μικρή ακόμα. Όπως κι εγώ! (την κοιτάζει στα μάτια). Γι'αυτό μου είναι πολύ δύσκολο να σε αφήσω να φύγεις και να χαθείς και να χαθώ κι εγώ με τις σπουδές μου, όμως δε μπορώ να σου ζητήσω να με περιμένεις και να σε δεσμεύσω.
Μέλπω: (τον κοιτάζει στα μάτια). Κι όμως, αν μου το ζητήσεις, να ξέρεις ότι θα κρατήσω τον λόγο μου. Μη νομίζεις πως δεν καταλαβαίνω τι θα πει σπουδές Ιατρικής. Εσύ όμως; Γιατί να θυμάσαι εμένα μέσα σε τόσον κόσμο, μέσα σε τόσες όμορφες συμφοιτήτριες που θα σε περιτριγυρίζουν;
Δήμος: Δεν είναι έτσι. Θαρρείς πως όλες θα τις λένε Μέλπω και πως θα είναι σαν κι εσένα; Αγνές, όμορφες, καταδεκτικές; Εσένα σε ξέρω από μικρό παιδί, εκείνες θα είναι πάντα ξένες. Με σένα μπορώ να ονειρεύομαι το μέλλον.
Μέλπω: Το μέλλον; Πού; Στην Αθήνα ή εδώ; Εκεί σε ένα μεγάλο νοσοκομείο ή εδώ στο χωριό;
Δήμος: Είτε εκεί είτε εδώ, θέλω να είμαι μαζί σου, Μέλπω. Στο χωριό οι άνθρωποι θα με έχουν περισσότερη ανάγκη, αλλά μπορεί και στην Αθήνα να βρω δουλειά. Λοιπόν, ραντεβού στην Αθήνα, το κινητό μου το έχεις και έχω το δικό σου. Πάω, γιατί έχω πολλά να πω με τους δικούς μου. (τη φιλάει τρυφερά)
....................
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΓΙΑ ΣΠΟΥΔΕΣ
( Αμέσως μετά την εγκατάστασή τους στην Αθήνα, οι δύο νέοι συναντιούνται. Είναι ενθουσιασμένοι με τις σπουδές τους. Η σχέση τους εξελίσσεται σε αμοιβαία αγάπη.)
Δήμος: Λοιπόν, δε μπορείς να φανταστείς πόσο ενδιαφέρον μάθημα είναι η ανατομία.
Μέλπω: Λες για εκείνο που εξετάζετε πτώματα; Να μου λείπει, προτιμώ να χτενίζω όμορφα κεφάλια. Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο, να μου το θυμάσαι, χαχα!
Δήμος: Δε διαφωνώ, άλλωστε η ψυχολογία παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο στους ασθενείς. Κι ύστερα, μπορείς να συνδυάσεις τη δουλειά σου με τη δική μου, από τη στιγμή που υπάρχουν πελάτες που προσφέρουν τα μαλλιά τους για ασθενείς με καρκίνο, παραδείγματος χάρη.
Μέλπω: Ναι, ισχύει. Έρχονται αρκετές κοπέλες, ακόμα και μικρά κορίτσια με μακριά μαλλιά και τα κόβουν και μετά αυτά τα χρησιμοποιούν για να φτιάξουν περούκες.
Δήμος: Πάντως, εμένα με ενδιαφέρει η καρδιολογία. Η καρδιά είναι πολύ σπουδαίο όργανο στο ανθρώπινο σώμα. Αν δε λειτουργεί καλά, δημιουργούνται ένα σωρό προβλήματα και ίσως είναι η αρχή του τέλους για τον άνθρωπο.
Μέλπω: Αχ, γιατρέ μου, έχω κι εγώ ένα προβληματάκι με την καρδούλα μου, θα με εξετάσετε;(πιάνει το χέρι του και το βάζει στην καρδιά της)
Δήμος: Αφήστε, κυρία μου, έχω κι εγώ το ίδιο προβληματάκι!(πιάνει το χέρι της και το βάζει στην καρδιά του.Γελούν και οι δύο, τα μάτια τους λάμπουν.)
.................
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
( Τα δύο χρόνια σπουδές της Μέλπως, όμως, τελειώνουν και η Μέλπω πρέπει να γυρίσει πίσω στους γονείς της. Ο Δήμος απογοητεύεται. Νιώθει πως τη χάνει. Συναντιούνται και συνομιλούν σε ένα καφέ).
Δήμος: Πότε φεύγεις;
Μέλπω: Στο τέλος της εβδομάδας.Το καθυστερώ όσο μπορώ.
Δήμος: Έχω δρόμο μπροστά μου ακόμα με τις σπουδές. Δε μπορώ να σε καθυστερήσω. Αφού τελείωσες, πρέπει να γυρίσεις.
Μέλπω: Ναι, αυτό δε σημαίνει ότι τελειώσαμε, όμως. Έτσι, δεν είναι; Γυρίζω πίσω, γιατί ούτε εσύ είσαι έτοιμος να προχωρήσουμε μαζί ούτε εγώ μπορώ να ξεκινήσω εδώ να δουλεύω. Οι γονείς μου θα μου δώσουν χρήματα για το κομμωτήριο, μόνο αν γυρίσω πίσω.
Δήμος: Εντάξει, εντάξει, καταλαβαίνω...(σκύβει το κεφάλι)Λοιπόν, πάμε; Θα έχεις πολλές ετοιμασίες ακόμα.(σηκώνεται απότομα)
Μέλπω: Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με. Σου υπόσχομαι ότι θα σε περιμένω.
Δήμος: Μη λες τίποτα. Δεν έχει νόημα. Πάμε! Ελπίζω να πάνε όλα καλά για σένα.
(Η Μέλπω σηκώνεται και φεύγουν. Δεν κοιτούν ο ένας τον άλλο.Φεύγουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις).
..............
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ
( Η Μέλπω έχει γυρίσει στο χωριό και έχει ξεκινήσει να δουλεύει στον δικό της χώρο. Το μαγαζί πηγαίνει πολύ καλά. Οι πελάτισσες είναι ευχαριστημένες από τη Μέλπω και η μητέρα της είναι περήφανη για την κόρη της. Συζητούν στο κομμωτήριο).
Κυρία Φωτεινή:Κοριτσάκι μου, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι να αφήνομαι στα μαγικά σου χεράκια! Να ξέρεις πως όλοι στο χωριό μιλούν για το νέο μαγαζί που άνοιξε, το κομμωτήριό σου κι εγώ καμαρώνω, γιατί, όπως και να το κάνουμε, κόρη μου είσαι. Επιπλέον, όταν νιώθεις όμορφα με τον εαυτό σου αυτό βγαίνει και προς τα έξω.
Μέλπω: Χαίρομαι, μανούλα (απαντά ανόρεκτα και συνεχίζει να της φτιάχνει τα μαλλιά)
Κυρία Φωτεινή: Ε και αφού όλα στο οικονομικό έχουν φτιάξει και σε βοηθήσαμε κι εμείς να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα, μήπως ήρθε η ώρα να σκεφτείς και πιο σοβαρά το μέλλον σου; Να παντρευτείς, να κάνεις οικογένεια, να δούμε κι εμείς ένα εγγονάκι, που τόσο πολύ λαχταράμε, γιατί όχι και δύο;
Μέλπω: Να χαρείς, καλέ μαμά, πάλι τα ίδια; Δεν είναι κατά παραγγελία αυτά τα πράγματα.
Κυρία Φωτεινή: Ε, βέβαια, αλλά αν δεν το βάλεις και στον νου σου, δεν πρόκειται να γίνει ούτε στον ύπνο σου.Εκτός...εκτός αν έχεις ήδη κάτι άλλο στο μυαλό σου...
Μέλπω: Άντε πάλι, δηλαδή, τι θέλεις τώρα;
Κυρία Φωτεινή: Τι να θέλω παιδί μου, εκτός από την ευτυχία σου; Τόσα καλά παιδιά τριγύρω. Να, ο Λάμπρος, ας πούμε, τον θυμάσαι; Αυτός σε θυμάται μια χαρά και όταν με συναντάει, τα καλύτερα μου λέει για σένα!
Μέλπω: Εμένα με ρωτήσατε εσύ και ο μπαμπάς πώς νιώθω; Δε με ρωτήσατε!
Κυρία Φωτεινή: Μα τώρα αυτό δεν κάνω; Μια ευκαιρία σου ζητάμε να δώσεις και σε εκείνον και στον εαυτό σου! Λοιπόν, κοριτσάκι μου, εγώ φεύγω κι εσύ σκέψου καλά αυτά που σου είπα.
(Η κυρία Φωτεινή σηκώνεται από την καρέκλα στο κομμωτήριο και πιάνει την κόρη της από τους ώμους. Η Μέλπω είναι προβληματισμένη. Η μητέρα της φεύγει και η ίδια μένει με τις σκέψεις της, ώσπου εμφανίζεται ο πατέρας της).
Κύριος Αργύρης: Καλημέρα στο κορίτσι μου (τη φιλάει στο μέτωπο)
Μέλπω: Μπαμπά, πώς από δω;
Κύριος Αργύρης: Ήρθα να δω πώς τα πας.
Μέλπω: Αν ψάχνεις τη μαμά μόλις έφυγε.
Κύριος Αργύρης: Όχι, εσένα ήθελα. Ξέρεις, συνάντησα τον Λάμπρο. Μου μίλησε για σένα. Δεν έχει σχέση και δεν έχεις ούτε εσύ, από όσο τουλάχιστον γνωρίζω. Σκέφτεται σοβαρά για σένα. Μου το είπε. Λοιπόν; Τι λες;
Μέλπω: Δε σε πιστεύω, μπαμπά. Ήρθες μετά από τόσο καιρό στο μαγαζί και το μόνο που θέλεις είναι να με παντρέψεις με τον Λάμπρο; Δε ρώτησες πώς νιώθω! Ούτε εσύ ούτε η μαμά που έφυγε από το μαγαζί ζητώντας μου να σκεφτώ τα ίδια πράγματα.
Κύριος Αργύρης: Δε σου λέμε τίποτα κακό. Αλλά είσαι μόνη σου και ...
Μέλπω: Παρεμβαίνετε στα προσωπικά μου! Κάποτε αποφασίσατε μόνοι σας, τι άλλαξε από τότε; Πώς ζητάτε να σας παραχωρήσω ένα δικαίωμα που εσείς δεν παραχωρήσατε στους γονείς σας ποτέ; Κάνατε αυτό που θέλατε και παντρευτήκατε από έρωτα!
Κύριος Αργύρης: Μη φωνάζεις!
Μέλπω: Πώς να μη φωνάζω; Επιτέλους πια!
(Ο κύριος Αργύρης πιάνει το στήθος του. Έχει μια έκφραση πόνου στο πρόσωπο. Η Μέλπω σταματά και τον πλησιάζει τρομαγμένη. Ο κύριος Αργύρης πέφτει στο έδαφος. Η Μέλπω φωνάζει. Ο πατέρας της χάνει τις αισθήσεις του. Η Μέλπω τηλεφωνεί στο ΕΚΑΒ. Αλλάζει γνώμη και βγαίνει και φωνάζει ταξί. Τον μεταφέρουν στην Αθήνα σε νοσοκομείο που εφημερεύει. Εκεί θα συναντήσει αναπάντεχα τον Δήμο και η ζωή και των δύο αλλάζει οριστικά).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Η υπόθεση του έργου παρατίθεται στο παρακάτω κείμενο της 5ης Εβδομάδας μελέτης του μαθήματος:
“Ο Δήμος είναι ο γιος μιας αγροτικής οικογένειας κάπου στην ελληνική επαρχία. Είναι ένας νέος 17 ετών. Ψηλός, μελαχρινός και αδύνατος με μαύρα μάτια και διαπεραστικό βλέμμα. Πηγαίνει σχολείο και είναι αφοσιωμένος στα μαθήματά του, όμως δεν τον αφήνει αδιάφορο η κούραση των γονιών του στα κτήματα. Προσπαθεί να τους βοηθήσει με τις κερασιές και τα άλλα δέντρα που έχουν, όμως ο πατέρας του, ο κύριος Γιάννης, τον σταματά και του λέει να αφοσιωθεί στα μαθήματά του. Θέλει ο γιος του να έχει μια καλύτερη ζωή από τη δική του και της γυναίκας του.Η μητέρα του είναι γύρω στα 55 και ο πατέρας του στα 60. Άνθρωποι του μόχθου, αλλά με αρχές και αξίες. Ο Δήμος ονειρεύεται να σπουδάσει γιατρός. Ταυτόχρονα, νιώθει τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα. Η Μέλπω είναι μια όμορφη νεαρή κοπέλα που συναντά στα κτήματα. Έχει μακριά ξανθά μαλλιά που τα πλέκει κοτσίδα και όμορφα πράσινα μάτια.Πηγαίνει σχολείο με τον Δήμο και κάθε φορά που συναντιούνται η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται. Ο Δήμος νιώθει αφηρημένος πάνω από το βιβλίο του κάποιες φορές. Η Μέλπω τον χαζεύει όταν λύνει ασκήσεις στην τάξη και δε χάνει ευκαιρία να βρίσκεται κοντά του. Η οικογένειά της θέλει να την παντρέψει με ένα καλό παιδί μετά το Λύκειο και να παραμείνει στο χωριό να τους βοηθάει με τις καρυδιές που έχουν. Όταν ο Δήμος πετυχαίνει τον στόχο του στις πανελλαδικές και ξεκινάει τη φοιτητική του ζωή στην Αθήνα στην Ιατρική, η Μέλπω παραμένει στο χωριό και η επαφή των δύο νέων διακόπτεται.
Οι γονείς της θέλουν να την αρραβωνιάσουν με έναν νεαρό από το χωριό, ένα γνήσιο και καλό παλικάρι, τον Λάμπρο. Όμως, η Μέλπω τους λέει ότι δε νιώθει έτοιμη για κάτι τέτοιο και τους ζητά να φύγει στην Αθήνα για να σπουδάσει και να μάθει κομμωτική. Εξηγεί στον Λάμπρο το όνειρό της. Οι γονείς της απογοητεύονται, όμως την αφήνουν να φύγει με τον όρο να ξαναγυρίσει κοντά τους, αμέσως μετά τις σπουδές της.
Στην Αθήνα ο Δήμος ακολουθεί την ειδικότητα του καρδιολόγου. Παίρνει το πτυχίο του και μπαίνει για δουλειά στο Γενικό Κρατικό. Στο μεταξύ, η Μέλπω έχει τελειώσει τις σπουδές της και έχει γυρίσει στο χωριό όπου ανοίγει το δικό της κομμωτήριο και η δουλειά της πηγαίνει καλά. Ο Λάμπρος ξανακάνει την εμφάνισή του ζητώντας την για γυναίκα του από τον πατέρα της. Όμως, ο πατέρας της αρρωσταίνει. Φεύγουν εσπευσμένα για την Αθήνα και πηγαίνουν στο Γενικό Κρατικό. Εκεί, διαπιστώνεται ότι πρέπει να υποβληθεί σε εγχείρηση γρήγορα. Ο νέος γιατρός που αναλαμβάνει είναι ο Δήμος μαζί με τον διευθυντή της καρδιολογικής κλινικής του νοσοκομείου. Οι δύο νέοι συναντιούνται και πάλι. Το αίσθημα μεταξύ τους αναζωπυρώνεται. Η εγχείρηση πετυχαίνει. Ο πατέρας της συγκινείται που ξαναβλέπει τον Δήμο και τον ευχαριστεί που τον έσωσε. Ο Δήμος ζητάει το χέρι της Μέλπως που δε μπορεί να κρύψει τη χαρά της. Τα νέα φτάνουν γρήγορα στο χωριό και οι ετοιμασίες για τον γάμο ξεκινούν. Η Μέλπω, τελικά,θα μείνει στην Αθήνα με τον Δήμο και θα αποκτήσουν δύο πανέμορφα παιδιά”.