Διήγημα
Αϋπνία… ξέρεις, εκείνη η κατάσταση που στριφογυρίζεις δεξιά κι αριστερά τσαλακώνοντας τα σεντόνια, δήθεν νυσταγμένος κι έτοιμος να παραδοθείς στον Μορφέα, αλλά δεν…εκεί που πας να κοιμηθείς, πετάγεται μια σκέψη, συνήθως δυσάρεστη,κι ανοίγεις απότομα τα μάτια, σα να θυμήθηκες κάτι που πρέπει να κάνεις και σου είχε εντελώς διαφύγει. Με κυνηγάει αυτή η φίλη από πιο νέα, όταν έκλινα τα ρήματα στα Λατινικά, έλεγα την Εισαγωγή του Δράματος, «έστιν ουν τραγωδία, μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας…»,αργότερα έλυνα θεωρήματα στα Μαθηματικά του Πανεπιστημίου και να ‘μαι τώρα στα 40 μου να ψάχνω να βρω εκείνη τη φράση που θα απογειώσει τον γραπτό μου λόγο, μια καινούρια ιδέα που θα δώσει νέα πνοή στη συγγραφική μου τέχνη. Οφείλω να ομολογήσω πως τα καλύτερα διηγήματά μου τα συνέγραψα σε κάτι τέτοιες στιγμές αϋπνίας. Η ησυχία της νύχτας συνηγορεί στη συγγραφή. Κανείς δε θα σε πάρει τηλέφωνο ζητώντας κάτι, ούτε θα χτυπήσει το κουδούνι. Μόνο σκέψεις και συναισθήματα. Μα, δεν είναι κρίμα να μη βρουν κάπου να ακουμπήσουν; Εγώ πάντα τα παίρνω στοργικά και τα εναποθέτω στο χαρτί. Τα εμπιστεύομαι επάνω του κι έτσι προκύπτει η αυτόματη γραφή που δε με πρόδωσε ποτέ. Η αλήθεια ακουμπά στις λέξεις, οι λέξεις ακουμπούν στο χαρτί και το χαρτί το αγγίζουν γεμάτα περιέργεια τα δάχτυλα του αναγνώστη, που η φαντασία του διψά για νέες περιπέτειες αγάπης κι έρωτα. Τώρα, θα έλεγε κανείς, ότι δεν είναι σίγουρο, αν η αλήθεια βρίσκει τις λέξεις ή οι λέξεις είναι εκείνες που διαμορφώνουν την αλήθεια. Και ποια αλήθεια; Τίνος; Ίσως υπάρχουνε πολλές, όσοι κι οι άνθρωποι. Ίσως υπάρχει μια πολυπρισματική κι εμείς να αντιλαμβανόμαστε εκείνο το κομμάτι της, στο οποίο βρισκόμαστε πιο κοντά.
Δύο η ώρα… χμ, θα είναι μακριά η νύχτα κι απόψε! Όμως…μαράζι το ’χω να γράψω ένα μυθιστόρημα. Από εκείνα τα μεγάλα που, για να τα κουβαλήσεις από το ράφι στο γραφείο ή το κρεβάτι σου, το ένα σου χέρι πρέπει να βοηθήσει το άλλο. Εκεί που οι ιππότες δίνουν μάχες για την αγάπη τους, μονομαχούν για την τιμή τους και την τιμή της βασιλοπούλας που ποθούν να κάνουν γυναίκα τους. Ένα μυθιστόρημα που δοκιμάζονται οι αξίες του ήρωα, που θέλει να υπερνικήσει όλα τα εμπόδια. Μια ιστορία που η αγάπη και η αλήθεια νικάνε το μίσος, τη φτώχεια και το ψέμα των δόλιων ανθρώπων. Να, σαν εκείνα τα μεγάλα της Ρωσικής λογοτεχνίας. Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι έχει περί τις 800 σελίδες, το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι 600… Θέλω να παίρνει ο αναγνώστης το βιβλίο στα χέρια του και να μη μπορεί να το αφήσει, αν δεν φτάσει τουλάχιστον στη μέση και να διακόπτει μόνο για να πιει νερό και να κοιμηθεί στοιχειωδώς για να συνεχίσει την άλλη μέρα. Με το διήγημα, παρόλο που έχω κατά πώς λένε, κερδίσει το κοινό, αν λάβω υπόψη μου τις κριτικές στις εφημερίδες, δεν αισθάνομαι ότι έχω δοκιμαστεί σε κάτι μεγαλύτερο. Ένα μυθιστόρημα δηλαδή κι όχι διήγημα, που είναι μικρό σε έκταση κι ο καθένας μπορεί να γράψει.Τώρα, βέβαια, πρέπει να παραδεχτούμε ότι και το διήγημα χρειάζεται την τεχνική του, το σωστό στήσιμο. Χρειάζεται να μπορείς να αποδώσεις μέσα σε λίγες σελίδες μια ιστορία, από την οποία να απορρέουν ένα σωρό νοήματα. Η προέκτασή τους, μέσα σε ένα μυθιστόρημα, μπορεί να φανεί καλύτερα.
Τρεις η ώρα.Από σκηνοθετικής απόψεως, θα πρέπει να έχει περιγραφές σαν πίνακες ζωγραφικής με πρόσωπα και τοπία, ακόμη κι αν ο ήρωας θα βρίσκεται σε ένα δωμάτιο μόνος του. Έπειτα, πόσοι ήρωες; Ένας βασικός και αρκετοί δεύτεροι ή τρίτοι που θα πλαισιώνουν το κεντρικό πρόσωπο; Πού; Στην Ελλάδα ή κάπου αλλού; Θα ήταν ενδιαφέρουσα μια περιήγηση του ήρωα σε διάφορα μέρη, ένα ταξιδιωτικό μυθιστόρημα μέσα στο οποίο να αναδύονται εικόνες διαφόρων πολιτισμών. Ο ήρωας θα συναντά ανθρώπους που καθένας τους θα είναι φορέας του δικού του πολιτισμού, με τη δική του θρησκεία και φιλοσοφία ζωής. Ο Έλληνας σε αντιπαραβολή με τους άλλους Ευρωπαίους; Όχι, καλύτερα με ανθρώπους μακρινών πολιτισμών. Ινδία, Κίνα ή Αφρική, ίσως Λατινική Αμερική. Μα, μήπως αυτό δε γίνεται και στην πραγματικότητα; Πολλοί αλλοεθνείς μεταφέρουν στην ελληνική επικράτεια στοιχεία των δικών τους πολιτισμών. Κι η Ελλάδα; Αντέχει. Ναι, είναι ακόμα εδώ ζωντανή. Η μεγαλύτερη κατάκτησή μας ως έθνος είναι αυτή η διασπορά ιδεών, τα άλματα του ανθρώπινου πνεύματος ανά τους αιώνες. Δεν είμαι απαισιόδοξη καθόλου. Υπάρχει η πολιτισμική κακοποίηση σε διάφορους τομείς, όμως η Ελλάδα πάντα είχε τον τρόπο, είτε να αφομοιώνει είτε να αποβάλλει εκείνο που δεν της ταίριαζε.
Τέσσερις, αισίως. Τουλάχιστον θα έχω καταλήξει μέχρι τις εφτά το πρωί κάπου. Το ελπίζω, δηλαδή. Σκέφτομαι μήπως θα ήταν καλύτερα να ασχοληθώ με τη ζωή του ήρωα στον τόπο μας. Ένα αστικό μυθιστόρημα. Η περιγραφή της μεγαλούπολης, η καθημερινή ρουτίνα, η προσπάθεια ανεύρεσης εργασίας μετά τις σπουδές, η λαμπρότητα της ορκωμοσίας στο πτυχίο, τα πλούσια βιογραφικά, η σύγκρουση με την πραγματικότητα στην Ελλάδα που δε μας χώρεσε όλους. Πόσοι και πόσοι έφυγαν προς αναζήτηση καλύτερης τύχης; Και τα κατάφεραν να βρουν σπουδαίες θέσεις εργασίας. Όμως ο ήρωας που σιγά σιγά αρχίζω να μορφοποιώ στο μυαλό μου, θέλει να μείνει και να παλέψει στην Ελλάδα. Δε μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να ζει εκτός ελληνικών συνόρων. Μόνο το ελληνικό χώμα φαντάζεται ότι τον δέχεται στο τέρμα του βίου του. Ξεχειλίζει από συναίσθημα για το αθάνατο ελληνικό φως που γίνεται ένα με τη θάλασσα και βάφει μοναδικά μπλε τον ουρανό. Αυτόν τον ανέφελο ουρανό που ιριδίζει το σούρουπο, τότε που βγαίνει βόλτα ο έρωτας και τα λουλούδια γέρνουν ντροπαλά το κεφαλάκι τους. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι θα έχει πολλά να διδάξει τους νέους ανθρώπους που σκέφτονται να φύγουν στο εξωτερικό, αυτή η ισχυρογνωμοσύνη του συγκεκριμένου προσώπου. Ο Μάρκος, ναι, αυτό θα είναι το όνομά του, θα δείχνει την προσωπική του ιστορία μέσα από τους φίλους και γνωστούς με τους οποίους θα συνδιαλέγεται. Η μητέρα του, θα τον έχει μεγαλώσει με χίλιους δυο κόπους μόνη της μετά τον θάνατο του πατέρα του και δε θα μπορεί να συμφιλιωθεί επουδενί με την ιδέα της φυγής του γιου της στο εξωτερικό. «Ρίψασπις» ο γιος της; Ποτέ! Ή ταν ή επί τας, να μείνει και να παλέψει τίμια και ο Θεός ουδέποτε άφησε κανέναν. Τι να τα κάνει τα παραπάνω λεφτά, αν είναι να γίνει δούλος τους; Άλλο να έχει για να ζήσει κι άλλο να δουλεύει για να αποκτήσει τα πολλά, εκείνα που θα τον κάνουν δέσμιό τους, να μη μπορεί να δει κανέναν άλλο στη ζωή του. Κι ύστερα…ύστερα είναι κι ο έρωτας κι εκείνη η κοπέλα για την οποία η καρδιά του χτύπησε τόσο δυνατά, ώστε να μη μπορεί να την παραβλέψει. Θέκλα, ωραίο όνομα, έτσι θα την λένε. Ψηλή, ξανθιά, πρασινομάτα, πώς θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη; Μια τυχαία συνάντηση, πού όμως; Ίσως στη στάση του λεωφορείου, μπα, όχι. Το βρήκα! Σε σχολή οδηγών. Ετοιμάζονται κι οι δυο για το δίπλωμα οδήγησης. Νέοι είναι, άλλωστε, τώρα ξεκινούν τη ζωή τους.
Πεντέμιση. Λοιπόν, αυτή θα είναι η ιστορία. Ο Μάρκος θα έχει σπουδάσει φυσικός κι η Θέκλα θα έχει σπουδάσει…θα είναι δασκάλα πιάνου σε ωδείο. Κάποια στιγμή, μετά τη γνωριμία τους θα έρθει και μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση για δουλειά στο εξωτερικό σε ένα ινστιτούτο ερευνών και επιστημών στη Γαλλία. Η Θέκλα θα σκοτεινιάσει, αλλά δε θα του πει κουβέντα. Δε θα θέλει να γίνει η αιτία να αφήσει ο Μάρκος μια τόσο καλή ευκαιρία για δουλειά. Όμως εκείνος θα αρνηθεί την πρόταση, από τη στιγμή που θα διαπιστώσει ότι έχει γίνει δεκτός ως αναπληρωτής καθηγητής σε Γυμνάσιο. Είναι μια καλή ευκαιρία να κερδίζει τα προς το ζην και ταυτόχρονα να κάνει και το Διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έχει έρθει ήδη σε επαφή με την τριμελή επιτροπή που θα αναλάβει το θέμα της διδακτορικής του έρευνας. Η Θέκλα ενθουσιάζεται και τι πιο αισιόδοξο, από τη στιγμή που και η ίδια θα ανακαλύψει ότι περιμένει το παιδί τους. Τώρα θα παίζει μουσική για εκείνον και το μωρό τους. Τα βράδια θα γιορτάζουν την αγάπη τους κοιτώντας τον έναστρο ουρανό. Υπάρχει πολύς για όλους κι η αγάπη τους θα καίει σαν ήλιος. Θα αποφασίσουν να ζήσουν μαζί και το βιβλίο θα έχει ένα ευτυχές τέλος.
Και δε θα το κάνω, παρά με την πλήρη συνειδητοποίηση του πόσο χρειαζόμαστε τη χαρά και την αισιοδοξία στη ζωή μας. Δε θέλει πολλά ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος, καθώς είπε κι ο μεγάλος μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης κι ίσως μετά από μια στροφή στη ζωή εντοπίζουμε το κέντρο του κόσμου μέσα μας, ίσως, πάλι σε δυο μάτια γεμάτα αγάπη, αλλά κι αυτήν τη νιώθουμε επειδή την έχουμε ήδη μέσα μας.
Μαρία Σταθουλοπούλου(Στα πλαίσια εργασίας)