Έκλεισες τα μάτια σου για μια στιγμή
κι είδες απάνω στο χορτάρι γυμνό να κείτεται
εκείνο το κουφάρι που κάποτε σε τρόμαζε,
μα τώρα με συμπάθεια περισσότερο το κοιτούσες.
Ίσως σε μια μεριά του βάθους του μυαλού σου
εσένανε σου θύμιζε κι οίκτο σου προκαλούσε.
Μαύρο σκουτί επάνω σε συντρίμια
του εαυτού σου όλα τα παλιά κομμάτια,
όλα τα λάθη, οι κόποι κι οι ατυχείς προσπάθειες.
Πιο πέρα στεκόντουσαν και γέλαγαν
όλοι εκείνοι που ποτέ δεν πίστεψαν σε σένα.
Νόμιζαν φαίνεται πως ήσουνα εσύ
που εύκολα θα πάταγαν, θα έλιωναν και θα αφάνιζαν.
Μα εσένα δε σε πείραζε πλέον το παρελθόν
κι ο τότε εαυτός σου
που με συμπάθεια περισσή πλέον αγκάλιαζες.
Έκανες μια κίνηση και πήρες από το χώμα
εκείνον τον ανήμπορο, τρισάθλιο αλλοτινό εαυτό σου,
κι αγνοούσαν την κίνηση αυτή, τυφλοί οι είρωνες
κι ας θαρρούσαν πως μόνο ο άνεμος σε σήκωνε ψηλά ξανά.
Κι όμως κατάφερες και στάθηκες στου χωραφιού τη μέση
για να σε δουν καλά κατάματα.
Κι είχες μονάχα έναν φίλο δικό σου,
τον ήλιο που έκαιγε μεσούρανα.
Μαρία Σταθουλοπούλου
16/06/2021