Σκέψεις στερνές
Σ’ ένα κρεβάτι αδειανό
Γυρνούσε το κορμί του.
Κι ως γύριζε με πόνο και οδύνη,
Η σκέψις του εντούτοις κοφτερή,
Τους Φαρισαίους της ζωής του
Έστην’ εμπρός στα μάτια του η θλίψη.
Κι όμως, συγχώρεση τους είχε φυλαγμένη.
Κάπου στο τέλος η ζωή σαν πλησιάζει
Όμοια της ρήσης του Χριστού την ύστατη ώρα,
Άραγε να ξέρουν τι ποιούσι;
Γιατί ποιος, τάχατες, από εκείνους να περίμενε
Ή να’χε ποτέ του φανταστεί
Πως άδικο να κρίνουν τη ζωή των άλλων είναι;
Έτσι διδάχθηκαν να κάνουν παιδιόθεν
Κι ούτε που ρώτησαν ποτέ ή δε φαντάστηκαν
Πως άλλο το νόημα της ζήσης σίγουρα είναι.
Όχι ν’ αλληλοκρίνονται ή να καταδικάζουν
Μ’ αφορισμούς πολλούς την άστατη ζωή του,
Μα να’ χουνε μέσα τους ψυχή
Τα έργα της ζωής τους για να κρίνουν
Από την πρώτη της στιγμή.
Κι όσο περπάτησαν
Τα μονοπάτια της που άγνωρα στέκαν έμπροσθέν τους.
Κι αν ίσως πήραν κάποιο στενό
κι απότομα τους βρήκαν του καιρού οι μπόρες
Κι αν από λάθη τους πολλά άλλοι χαθήκαν,
Να θυμηθούνε τώρα πρέπει.
Σκέψεις στερνές όλοι θα έχουν
Κι όλοι θα δουν οι άλλοι πώς πονέσαν.
14/5/2021
Μαρία Σταθουλοπούλου
