Αχιλλέας και Βρισηίδα
Ακούω τα άλογα στη μάχη,
τα άρματα που βίαια κινούνται,
των Τρώων που θαρρέψανε και αλωνίζουν
σέρνοντας κορμιά, των Αχαιών κουφάρια.
Μες στο στρατόπεδο τρόμο και θάνατο σκορπίζουν.
Μα εγώ δε βγαίνω απ’ τη σκηνή,
πενθώ τη Βρισηίδα που αναίτια
ο Αγαμέμνονας μου άρπαξε με βία.
ποθώ γεμάτος μίσος τον δικό του θάνατο.
Πώς να αγγίξουν τα κρινοδάχτυλα της λατρεμένης κόρης
άλλον αφέντη,που εμένα λαχταρούσε
και κάθε βράδυ έπαιρνα μες στη σκηνή
με πόθο και έρωτα τρελλό;
Ολόχρυσα μαλλιά,λυτές πλεξίδες με σκέπαζαν
και το κορμί το εφηβικό σκιρτούσε
σε έκσταση κι εγώ,άλλη δεν πόθησα γυναίκα πιο πολύ.
Μα τώρα,έρημος εδώ και μόνος,
κλαίω,ποιος να το πίστευε,
σα να μην έχω πια τη θεϊκή καταγωγή μου,
σα να την ξέχασα κι αυτήν τη δύναμή μου,
ίσως μονάχα η Θέτιδα,
αν τύχει και φανεί,να καταλάβει
και να μπορεί μόνη αυτή να μεταπείσει.
Κι ορκίζομαι στη θάλασσα,της μάνας μου μητέρα,
πως μόνο τα μάτια τα γλυκά της Βρισηίδας,αν ξαναδώ,
στη μάχη τότε θα ριχτώ να τους λιανίσω πάλι.
Μαρία Σταθουλοπούλου