Το περιβόλι που το έλεγαν Ψυχή




Το Περιβόλι που το έλεγαν Ψυχή
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ολάνθιστο περιβόλι που το έλεγαν Ψυχή. Πολύχρωμα αγριολούλουδα φύτρωναν εδώ κι εκεί, ενώ τα δέντρα του έβγαζαν νόστιμους καρπούς κάθε είδους. Τα δέντρα είχαν όνομα. Τα έλεγαν Σκέψεις. Ο ουρανός χρωμάτιζε το περιβόλι με τα χρώματά του τα ηλιοβασιλέματα και τότε μπορούσες να δεις στα αγριολούλουδα, που τα έλεγαν Συναισθήματα, δροσοσταλίδες χαράς.
Τα πρωινά επισκέπτονταν το περιβόλι σχολεία. Τα παιδάκια έτρεχαν ανέμελα εδώ κι εκεί, πού και πού έκοβαν κανένα αγριολούλουδο για να το πάνε στη μαμά τους και καταβρόχθιζαν με περισσή λαιμαργία τους καρπούς των δέντρων, αφού ήταν πεντανόστιμοι. Στο περιβόλι άρεσε πολύ να βλέπει τα παιδάκια να κυνηγιούνται και καταϊδρωμένα να πέφτουν κάτω από τις Σκέψεις και να ξεκουράζονται. Αυτός ήταν ο ρόλος του.

Μια μέρα επισκέφτηκαν το περιβόλι άλλοι άνθρωποι. Κρατούσαν μεζούρες στα χέρια τους και σχέδια οικοδομής. Άρχισαν να διώχνουν τα παιδάκια τρομάζοντάς τα ότι ήταν κακό που βρίσκονταν εκεί. Εκείνα έτρεξαν μακριά από το περιβόλι γρήγορα να κρυφτούν. Οι κακοί επισκέπτες ξεκίνησαν, λοιπόν, να μετράνε τα όρια του περιβολιού και να ζυγίζουν τους καρπούς των δέντρων. Ήθελαν να τους πουλήσουν. Αφού πήραν τους καρπούς και μέτρησαν όσο μπόρεσαν, τοποθέτησαν στηρίγματα  βάζοντας τα δικά τους σύνορα. Έκοψαν τα δέντρα, γιατί τους εμπόδιζαν να χτίσουν και ξερίζωσαν τα αγριολούλουδα.

 Όμως άφησαν εκτός συνόρων μια απέραντη έκταση, που τα μέτρα τους δε μπορούσαν να φτάσουν και να μετρήσουν. Αυτή την έκταση την έλεγαν Πίστη.
Το περιβόλι έμεινε μόνο. Ήταν άδειο και φτωχό. 
Η Πίστη άρχισε να διαμαρτύρεται και να φωνάζει. Τα Σύννεφα την άκουσαν και μαζεύτηκαν στον ουρανό, καθώς οι οικοπεδοφάγοι είχαν ξαναέρθει για να τελειώσουν ό, τι είχαν ξεκινήσει. Τότε έπιασε βροχή. Κανείς δεν έδωσε σημασία στην αρχή. Η βροχή όμως δυνάμωνε και έγινε κατακλυσμός. Οι οικοπεδοφάγοι, άλλοι έφυγαν τρέχοντας, άλλοι πνίγηκαν και τους πήρε ο χείμαρρος μακριά. 
Αφού για αρκετό καιρό έβρεχε και τα πάντα είχαν καλυφθεί από νερό, έπειτα σταμάτησε. Επικρατούσε ησυχία.

 Ο Χρόνος, επιβλητικός, με το γκρίζο μανδύα του και το μεγάλο, πλατύγυρο καπέλο του, αυτό που καλύπτει τα μάτια του από τους ανθρώπους, είχε έρθει κι είχε ξαπλώσει  μέσα στη βάρκα του… και περίμενε.


 Τα νερά, είχαν αρχίσει να υποχωρούν. Η βάρκα του Χρόνου ακούμπησε απαλά το έδαφος. Ο Χρόνος κατέβηκε και κοίταξε τριγύρω. Δεν υπήρχαν πια σύνορα. Κάποια δέντρα, εδώ κι εκεί, στέκονταν ακόμα, ενώ τίναζαν τις τελευταίες σταγόνες νερού από τα φύλλα τους. Ο Χρόνος σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και είδε ένα ουράνιο τόξο. Το τόξο σιγά σιγά κατέβηκε, ώσπου ακούμπησε την Πίστη. Αυτή ήταν χαρούμενη που κάποιος επιτέλους την είχε θυμηθεί. 

Ξαφνικά, από την πλάτη του ουράνιου τόξου γλίστρησε ένα μικρό δεντράκι. Ήταν στολισμένο με τους μικροσκοπικούς του καρπούς, τα κλαδάκια του κουνιούνταν παιχνιδιάρικα και τα φυλλαράκια του καταπράσινα χαμογελούσαν.

 Ήταν το δώρο του ουράνιου τόξου στην Πίστη. Τώρα, ήταν πανευτυχής που δεχόταν ένα τόσο όμορφο δώρο. Το δεντράκι ρίζωσε στο περιβόλι και τότε τα αγριολούλουδα άρχισαν να εμφανίζονται ξανά. Τα εναπομείναντα δέντρα χάρηκαν πολύ με τον ερχομό του μικρού δέντρου και το καλωσόρισαν στη συντροφιά τους. Σπουργιτάκια που στέκονταν στα κλαράκια του, τιτίβιζαν χαρούμενα και τα ζωάκια πλησίασαν το περιβόλι για να μείνουν σε αυτό. Ένιωθαν ασφάλεια εκεί.

Ο Χρόνος έκανε τη βόλτα του στο περιβόλι χαρούμενος με όσα έβλεπε κι άνοιξε συζήτηση με τα δέντρα. Τότε εκείνα του ζήτησαν να βάλει κηπουρούς για να τα προσέχει. Να τα κλαδεύει, όταν το χρειάζονταν, και να ξεριζώνει τα αγριόχορτα. Μα πάνω απ’ όλα του ζήτησαν να βάλει φύλακα το ουράνιο τόξο για να διώχνει μακριά τους οικοπεδοφάγους. Τώρα που το περιβόλι είχε γίνει δάσος ήταν σίγουρο πως θα τους κινούσε την προσοχή.

Ο Χρόνος έκατσε και σκέφτηκε και θεώρησε δίκαιο το αίτημά τους. Μάλιστα, έβαλε φύλακα και την Πίστη και τα μάτια της γυάλισαν από χαρά που είχε πάρει προαγωγή. Έργο της ήταν να προστατεύει και να μεγαλώνει το δεντράκι της, αλλά να ρίχνει και τη ματιά της στα υπόλοιπα δέντρα του κήπου.
Τα χρώματα στον ουρανό άρχισαν να εμφανίζονται ξανά. Ήρθαν γιατί οι Σκέψεις έκαναν γιορτή και συγκινημένες δάκρυζαν από χαρά. Η Χαρά ανέβαινε στον ουρανό και γινόταν τραγούδι. Αυτό το τραγούδι έμεινε ψηλά για να το ακούνε όλοι. Έγινε προσευχή και παράκληση, έγινε φυλακτό κι έτσι οι οικοπεδοφάγοι έμειναν στο εξής μακριά… Το περιβόλι είχε γίνει δάσος… ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΟΥΛΙΟΤΑΝ!
Όσο για τα παιδάκια; Έμαθαν για το δάσος και τώρα πια με τους γονείς τους και τα σχολεία τους οργάνωναν εκδρομές κι έκαναν πικ νικ κάτω από τα δέντρα χαρούμενοι!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το αστεράκι