Ο μύθος της Αντιγόνης Ο χρόνος με βρίσκει να θρηνώ τη νιότη σου Αντιγόνη, τη σκέψη και τη γνώμη σου στις συμφορές που ήρθαν. Το ‘ξερες πόσο συμφωνώ, που θέλησες να σεβαστείς τη μνήμη του αδερφού σου και να τον θάψεις και αυτόν σαν όλους τους νεκρούς σου. Το ‘νιωθα, δε θα ‘μενε κρυφή, η πράξη σου να ρίξεις, λίγο απ’ το χώμα να θαφτεί μ’ αυτό ο Πολυνείκης. Δε σ’ άφησε ο πατέρας μου κι είν’ άδικο, το ξέρω, γι’ αυτό τον θάνατο έτρεξες γρήγορα ν’ αντικρίσεις. ΄Ετσι κι εγώ με το σπαθί που κρύβω μες στη θήκη, θα βάλω τέλος στη ζωή και τη δική μου τώρα. Δε θα σ’ αφήσω μοναχή στον Άδη να κατέβεις, απόδειξη πως σ’ αγαπώ η πράξη μου ετούτη. Το παραπάνω ποίημα δημιουργήθηκε στα πλαίσια πανεπιστημιακής εργασίας πριν λίγες μέρες. Το πρόσωπο που μιλά είναι ο Αίμονας, αρραβωνιαστικός της Αντιγόνης. Όταν η Αντιγόνη , αρραβωνιαστικιά του Αίμονα, έθαψε τον αδερφό της Πολυνείκη...
Αναρτήσεις
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Κοριτσάκι εσύ, έκανες μεγάλο ταξίδι, μέχρι να θαυμάσω το παιδικό σου πρόσωπο των έντεκα χρόνων. Το ομοίωμά σου, καθώς υπολόγισαν, θαυμάζω στο μουσείο. Μέσα στους αιώνες κρυβόσουν κάτω απ’ το χώμα, που τόσο πρόωρα έγινε σπίτι σου,εκεί,στον Κεραμεικό. Πώς ένιωθες άραγε;Φοβόσουν το τέλος που τόσο γρήγορα ήρθε για σένα; Δε θα το μάθουμε ποτέ. Είχες κοντά σου αγαπημένα πρόσωπα; Της μάνας σου ένιωθες, άραγε, το χέρι, μες στου θανάτου τον τρελό χορό εκείνες τις ημέρες ή μόνη γύριζες με πυρετό διψώντας και τρεκλίζοντας; Θα έπαιζες πεσσούς, ζατρίκιο με τα παιδιά κι άλλα παιχνίδια τρέχοντας και μαλώνοντας μαζί τους; Μέσα στην παιδική σου αθωότητα κατάλαβες όμως ότι νόσησες; Βρέθηκες πλάι σε μωρά σε τάφο ομαδικό, μια λύση ανάγκης για τους τόσους νεκρούς, στην Αθήνα του 430 π.Χ. Ναι,κυκλοφορούσες δίπλα στον Περικλή, που πέθανε απ’τον λοιμό, όπως κι εσύ. Στα παιδικά σου μάτια, που τόσο εκστατικά κοιτούν, σίγουρα η όψη της Αθ...
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Ουράνια πόλη Με τα μάτια της ψυχής μου βλέπω την ουράνια πόλη. Το οχυρό των καλών δυνάμεων, με άγιο φως για τείχη γύρω του, με σύννεφα σπαρμένα φως για γη, με άσπρα σπίτια για κατοικία των ψυχών, χωρίς πόρτες, γιατί ο φόβος δεν υπάρχει πια. Στα τείχη καθρεφτίζεται η καλοσύνη Του, που την χωρίζουν απ’ το βασίλειο του Σκότους, ενώ οι μαύροι άγγελοι της συμφοράς τσακίζονται στα ολοφώτεινα τείχη κι ανεμοσκορπίζονται απ’ την ακατανίκητη δύναμή της. Στις τέσσερις γωνίες της πόλης, άγγελοι φρουροί με σάλπιγγες στο χέρι στέκονται μες στ’ άσπρα τους φορέματα, άγρυπνοι κι ακούνητοι στη θέση της σκοπιάς τους. Κι αν από Ανατολή, Βορρά, Δύση ή Νότο ακουστεί άσχημο για τους ουράνιους πολίτες νέο, ο άγγελος φρουρός που πιο κοντά αγρυπνάει, σαλπίζει για τους δώδεκα στρατιώτες-αγγέλους ν’ ακούσουν και να ετοιμαστούν. Κι αφού σε δώδεκα Ευαγγέλια ακουμπήσουν και πάρουν για ξιφολόγχες τους σταυρούς τους, Σαν βασιλιάδες Βυζαντίου κα...