Αναρτήσεις

Για τους εργάτες

Εικόνα
-Ο ήλιος είναι κόκκινος σαν αίμα Κι ανθρώπων πνοή καταλαβαίνω, Ο ιδρώτας έγινε πόσιμο νερό για κάποιους, Που κυλάει τώρα ανάμεσά μας. Μα η φωνή δε βγαίνει άγρια πια, Μονάχα λέει ναι και σκύβει το κεφάλι. -Ποιος είσαι εσύ που μιλάς; Ναι, ο ήλιος έγινε κόκκινος και κίτρινος και άσπρος απ’ την προσπάθειά μας. Τον ξεπλύναμε με τον ιδρώτα μας και σηκώθηκε τόσο ψηλά, που μας τυφλώνει όταν τον κοιτάμε. Σ’ αυτόν θα σκύψω το κεφάλι, μα όχι σα δούλος, μα για να μου χαϊδέψει τα μαλλιά και να απολαύσω έτσι τους καρπούς των κόπων μου. Αυτοί είμαστε εμείς. 2/12/93

Το χέρι

Εικόνα
Το χέρι στην τσέπη του παντελονιού Ψάχνει επίμονα αυτή τη μυστική δύναμη Σαν το τελευταίο κέρμα που απέμεινε εκεί, Ίσως για κάποιο τηλεφώνημα,   Το ύστατο χαίρε στη σωτηρία της ψυχής να δώσει. Ναι. Αυτή η μυστική δύναμη είναι σαν τσίχλα κολλημένη κάτω από το θρανίο, Σαν ίχνος σκεπασμένο απ’ τη σκόνη που έφερε ο άνεμος, Είναι σα μια κονσέρβα ξεχασμένη στο ντουλάπι, Σα σύννεφο που έβρεξε απρόσμενα και πότισε το χώμα. Είναι ακόμα, σαν πηγάδι με νερό, Υπόγειο ρεύμα που όλοι αγνοούν, μα αυτό είναι εκεί, Κάτω από τα πόδια στήνει μυστικό χορό Μ’ όλα του κόσμου τα ξωτικά και τα νεραϊδοπαίδια γελά και χαίρεται. Το χέρι, λοιπόν, ψάχνει στην τσέπη Το αντικλείδι για ν’ ανοίξει το ντουλάπι. Το κλειδί το αρχικό κάποιος το έκλεψε ή κάπου χάθηκε… Δεν έχει σημασία. Και να θυμώσεις τι θα βγει; Μόνο η κούραση απ’ την αναμονή. 20/2/98

Για τις πανελλαδικές

Θα ‘ρθεί η μέρα που περιμένω, Μέσα στ’ Αυγούστου την τρελή φωτιά Και θα ‘ναι ήρεμη η ώρα Κι όλος ο κόσμος στα γιορτινά. Και στο προσκήνιο του μυαλού μου Η μπάντα θα μου τραγουδά, Εγώ και το μικρό ραβδί μου Θα δείχνουμε δρόμο στα σκοτεινά. Και ο ρυθμός θα συνεχίζει Τη μελωδία του θριάμβου, Δε θα ‘χουν δύναμη πια τότε Οι άνθρωποι του μαύρου μίσους. Κι όταν θα κάνω βόλτα στο δάσος Θα σας φωνάζω με χαρά, Πως είμαι νικήτρια και πάλι, Μετά από χρόνια στο σκοτάδι. 26/1/94

Χαμένες πατρίδες

Εικόνα
Να, η ψυχή ξαρμάτωτη δέρνεται και χτυπιέται Μέσα σε σώμα-φυλακή, έρημο σώμα σ’ αγορά!-, Σέρνει μακρόσυρτη κραυγή, θρήνο και μοιρολόι: -Θράκη Ανατολική, Πόντο και Μικρασία, Βόρεια Ήπειρο, παιδιά της μάνας γης Ελλάδας, Σας έχασαν τα μάτια μου, τα δάκρυα τα ‘μποδίζουν, Την υγρασία του αίματος νιώθω κι ανατριχιάζω, Πάχνη από πολλές ψυχές κάθισε στο κορμί μου Και κρύος αέρας ξενικός περόνιασε τη σάρκα. Κοιτάω γύρω μου καπνός, ορφάνεψε η φύση. Μην είναι όραμα αυτό, όνειρο κι εφιάλτης; Πουλί, γιατί αγκομαχάς, λουλούδι τι μαδιέσαι; Το ξέρω, είστε αληθινά, καμιά αμφιβολία. -Είμαι αϊτός και κάθομαι στο βράχο κι αγναντεύω Κι εκεί που τώρα ερημιά πέρα ως πέρα βλέπω, Άνθρωποι περιδιάβαιναν σε δρόμους και σοκάκια, Λαός ήταν χαρούμενος, σπίτια και εκκλησίες, Πραματευτάδες φώναζαν κι έρχονταν οι κυράδες, Παπάδες κράταγαν σκοινιά και βάραγαν τις καμπάνες Να ‘ρθεί ο κόσμος ο πιστός Θεό να αντικρίσει. Μα τώρα άγριους θωρώ ανθρώπους και προδότες, Δ...

Πώς;

Πώς να ‘ναι άραγε να ενώνεις Έναν ολόκληρο λαό κάτω απ’ τη σκέψη σου; Να κάνεις όνειρα, να πλάθεις μουσική, να πιάνεις το χώμα και να του δίνεις ζωή; Πώς να ‘ναι άραγε να βλέπεις Το πρόσωπό σου στα μάτια του άλλου, Να νιώθεις χαρά στο γέλιο του, Τη λύπη στο δάκρυ του; Να παίζουν τα μάτια, τα χέρια, η ψυχή σου, Όπως τα ακούραστα παιδικά κορμιά κυλιούνται στο γρασίδι; Πώς να ‘ναι άραγε η γιορτή της χαράς, Η γλύκα της αγάπης και του έρωτα, Η γνώση της ζωής και του θανάτου; Πώς να ‘ναι άραγε να νιώθεις Πως κάποτε δε θα ‘σαι εδώ, Χωρίς τη λύπη στην καρδιά, Για κάτι όμορφο, αν και μακριά, Αν και σκοτάδι στα γιαπιά Που κατοικούν οι σκλάβοι; Μαύρε μου σταυραϊτέ, Έλα και πέταξε πάνω απ’ το δάσος, Έλα και σκίσε με το ράμφος σου Τον ατσαλένιο φόβο που κατοικεί εδώ, Καν’ την καρδιά μου σπίτι σου. Κατέβα λίγο χαμηλά, Στη νότα της αγάπης και του πόνου, Δώσ’ μου αέρα στα πανιά, Κρύσταλλα μαχαίρια, σπαθιά. Πώς να αντέξει...