Ουράνια πόλη Με τα μάτια της ψυχής μου βλέπω την ουράνια πόλη. Το οχυρό των καλών δυνάμεων, με άγιο φως για τείχη γύρω του, με σύννεφα σπαρμένα φως για γη, με άσπρα σπίτια για κατοικία των ψυχών, χωρίς πόρτες, γιατί ο φόβος δεν υπάρχει πια. Στα τείχη καθρεφτίζεται η καλοσύνη Του, που την χωρίζουν απ’ το βασίλειο του Σκότους, ενώ οι μαύροι άγγελοι της συμφοράς τσακίζονται στα ολοφώτεινα τείχη κι ανεμοσκορπίζονται απ’ την ακατανίκητη δύναμή της. Στις τέσσερις γωνίες της πόλης, άγγελοι φρουροί με σάλπιγγες στο χέρι στέκονται μες στ’ άσπρα τους φορέματα, άγρυπνοι κι ακούνητοι στη θέση της σκοπιάς τους. Κι αν από Ανατολή, Βορρά, Δύση ή Νότο ακουστεί άσχημο για τους ουράνιους πολίτες νέο, ο άγγελος φρουρός που πιο κοντά αγρυπνάει, σαλπίζει για τους δώδεκα στρατιώτες-αγγέλους ν’ ακούσουν και να ετοιμαστούν. Κι αφού σε δώδεκα Ευαγγέλια ακουμπήσουν και πάρουν για ξιφολόγχες τους σταυρούς τους, Σαν βασιλιάδες Βυζαντίου κα...
Αναρτήσεις
Προβολή αναρτήσεων από Δεκέμβριος, 2020
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές

Αλέξανδρος και Ρωξάνη Την ομορφιά σου δεν ξανάδα πουθενά. Από τα μάτια σου νικήθηκα, από τη λάμψη των μαλλιών και του κορμιού την απαράμιλλη χάρη. Σεμνή και λογική,καθώς σε πριγκίπισσα αξίζει. Όλες οι κτήσεις μου μεμιάς σα να ζηλέψαν το βλέμμα που ξεχείλισε ευθύς από αγάπη. Κανένας ψίθυρος,κανένα βλέμμα δισπιστίας δεν έσβησε το όνειρο δική μου να σε κάνω. Όλη η Σογδιανή, μα και ο κόσμος όλος σκέφτονταν πώς ταίριαξε του κόσμου ο βασιλιάς και η Περσίδα κόρη του Οξυάρτη. Κι είπανε τάχατες πως ξέχασα να χαιρετώ κι ελληνικά και πως συμφέροντα υπηρέτησα που θέλησα εσένα για γυναίκα μου να πάρω. Μα εσύ μου χάρισες την πιο μεγάλη αγάπη,έναν πρίγκιπα. Κι αν τώρα εδώ ,σε αυτό το άθλιο κρεβάτι Αναπολώ εκείνη της πρώτης μας συνάντησης στιγμή, γιατί μου λείπουν τα μάτια σου τα ακριβά και τα ζεστά σου χέρια, η αγκαλιά σου και ο μικρός Αλέξανδρος. Ποθώ να σηκωθώ,να του μάθω να πιάνει το σπαθί, να γίνει πιο τρανός κι από εμένα, ο πιο μεγάλ...
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές

Αχιλλέας και Βρισηίδα Ακούω τα άλογα στη μάχη, τα άρματα που βίαια κινούνται, των Τρώων που θαρρέψανε και αλωνίζουν σέρνοντας κορμιά, των Αχαιών κουφάρια. Μες στο στρατόπεδο τρόμο και θάνατο σκορπίζουν. Μα εγώ δε βγαίνω απ’ τη σκηνή, πενθώ τη Βρισηίδα που αναίτια ο Αγαμέμνονας μου άρπαξε με βία. ποθώ γεμάτος μίσος τον δικό του θάνατο. Πώς να αγγίξουν τα κρινοδάχτυλα της λατρεμένης κόρης άλλον αφέντη,που εμένα λαχταρούσε και κάθε βράδυ έπαιρνα μες στη σκηνή με πόθο και έρωτα τρελλό; Ολόχρυσα μαλλιά,λυτές πλεξίδες με σκέπαζαν και το κορμί το εφηβικό σκιρτούσε σε έκσταση κι εγώ,άλλη δεν πόθησα γυναίκα πιο πολύ. Μα τώρα,έρημος εδώ και μόνος, κλαίω,ποιος να το πίστευε, σα να μην έχω πια τη θεϊκή καταγωγή μου, σα να την ξέχασα κι αυτήν τη δύναμή μου, ίσως μονάχα η Θέτιδα, αν τύχει και φανεί,να καταλάβει και να μπορεί μόνη αυτή να μεταπείσει. Κι ορκίζομαι στη θάλασσα,της μάνας μου μητέρα, πως μόνο τα μάτια τα γλυκά της Βρισηίδ...