Αναρτήσεις

Εικόνα
  Στην παλιά πολυθρόνα το κεφάλι γερμένο τα μάτια ψηλά,με βλέμμα χαμένο, σκέψεις θολές στου μυαλού το μουράγιο, η ζωή που περνά χωρίς να ‘χεις κουράγιο.   Σκέφτηκες κάπως τις πληγές ν’ απαλύνεις; ν’ αποδράσεις αλλιώς, σε μήκη γαλήνης; Σε πλάτη ανοιχτά, στ’ ουρανού την αγκάλη ταξίδι να πας με αγάπη μεγάλη;   Κόλλες,χαρτιά, μολύβια και γόμες, σχέδια φτιάχνεις στου μυαλού τις κολώνες, σβήνεις μετά, στη στιγμή ξαναρχίζεις, χωρίς δισταγμό, στη ζωή να ελπίζεις.   Ίσως βρεθεί και για σένα μια μέρα ο χρόνος που θες, να σκορπάς στον αέρα γέλιο,χαρά και πηγαία ζωντάνια που θα ’χεις φτερά, θα πετάς στα ουράνια!   Τα παιδιά που τρέχουν θα βλέπεις τριγύρω θα σου μοιάζουν πουλιά, που φτερά δοκιμάζουν πριν την πρώτη τους πτήση κι η χαρά τους μεγάλη να χωθούν στη στιγμή στης μαμάς την αγκάλη.   Μα για όλα εκείνα που ονειρεύεσαι σκέψου, τι χρειάζεται να ’χεις, ποια τα όπλα σου πες μου, κι αν ίσως κανένας δε βρεθεί να σ...
Εικόνα
  2. Η νόνα   Μέσα στην ησυχία του βραδιού, την ερημιά που στο σοκάκι είχε πέσει, ήκουσα βήματα ανάλαφρα, αργά και ένα φως εχύθη στης αυλής τη μέση.   Ένα κοράσιο με παράστημα στητό, φαγάκι επήγαινε της νόνας στο κρεβάτι κι απ’την κουρτίνα τ’αψηλού παραθυριού, ως τράβηξε ευθύς, το φως εχάθη.     Στο δρόμο αλυχτούσε ένα σκυλί, καθώς τα βλέφαρα επροσπάθουν για να κλείσω, κι ήρθε ένα όνειρο ξεκάθαρο πολύ, στάλες τα δάκρυα επρόκειτο να χύσω.   Νέος στρατιώτης με ολόχρυση στολή σπαθί στο χέρι του εκράτουν κι ως με είδε την χείραν του έτειν’ έμπροσθέν μου, την τρομερή απέκοψε θολούρα των ματιών μου.   Προχώρησε στης κάμαρας το βάθος κι αφού επέρασε καταμεσής του τοίχου πήγε και στάθηκε στ’αντικρινό κατώφλι κι ακούστηκε ο ήχος παραθύρου.   Κι ως έτεινα την κεφαλήν για να κοιτάξω η νόνα εκοιμήθη αισίως κι απέμεινε η κόρη δίπλα στο κρεβάτι να χύνει δάκρυα καυτά ησύχως.   Την άλλη μέρα...
Εικόνα
  1.Λογγίνος,ο Εκατόνταρχος (Ιστορικό ποίημα)   Η Σταύρωση του Ναζωραίου υπήρξε οικεία, υπηρεσία έκανες, ως είθιστο στη Ρώμη, βαριά σου εφάνη τότε η πανοπλία τρυπώντας το πλευρό Του με τη λόγχη.   Να ιδείς ηθέλησες μήπως απέθανεν ή μήπως εξακολούθη αργά να αναπνέει, καθώς σου είπον ήτο επικίνδυνος, μα αδύναμους είχες οφθαλμούς ούτως ή άλλως.   Καθώς τη λόγχη έτεινες προς το πλευρό Του θρηνούσαν η μητέρα Του μ’άλλες γυναίκες. Διψούσε είπε, μα νερό δεν ήβρες μόνο σε ξύδι το σφουγγάρι εβουτούσες.     Καθώς εκείνος ακουγόταν που βογγούσε κραυγή ακούστηκε στο τρύπημα της λόγχης, με μάτια στον Θεό παρακαλούσε συγχώρεση να δώσει στους ανθρώπους.   Επάνω σου εκύλησαν δυο στάλες αίμα, το ρούχο που φόραγες ευθύς εσημαδέψαν κι αίφνης αρχίνησες ξεκάθαρα να βλέπεις, ποιος ήταν επάνω στον Σταυρό επαραδέχθης.     Σεισμός κι αντάρα απλώθηκε τριγύρω, μαύρος ο ουρανός και καταιγίδα, αυτός που ήταν σ...