
Στην παλιά πολυθρόνα το κεφάλι γερμένο τα μάτια ψηλά,με βλέμμα χαμένο, σκέψεις θολές στου μυαλού το μουράγιο, η ζωή που περνά χωρίς να ‘χεις κουράγιο. Σκέφτηκες κάπως τις πληγές ν’ απαλύνεις; ν’ αποδράσεις αλλιώς, σε μήκη γαλήνης; Σε πλάτη ανοιχτά, στ’ ουρανού την αγκάλη ταξίδι να πας με αγάπη μεγάλη; Κόλλες,χαρτιά, μολύβια και γόμες, σχέδια φτιάχνεις στου μυαλού τις κολώνες, σβήνεις μετά, στη στιγμή ξαναρχίζεις, χωρίς δισταγμό, στη ζωή να ελπίζεις. Ίσως βρεθεί και για σένα μια μέρα ο χρόνος που θες, να σκορπάς στον αέρα γέλιο,χαρά και πηγαία ζωντάνια που θα ’χεις φτερά, θα πετάς στα ουράνια! Τα παιδιά που τρέχουν θα βλέπεις τριγύρω θα σου μοιάζουν πουλιά, που φτερά δοκιμάζουν πριν την πρώτη τους πτήση κι η χαρά τους μεγάλη να χωθούν στη στιγμή στης μαμάς την αγκάλη. Μα για όλα εκείνα που ονειρεύεσαι σκέψου, τι χρειάζεται να ’χεις, ποια τα όπλα σου πες μου, κι αν ίσως κανένας δε βρεθεί να σ...