Βυθίζεσαι...σε σκέψεις χάνεσαι κοιτώντας το κενό... μα εγώ σε ξέρω...ξέρω τι κρύβεται πίσω από τις γυάλινες σφαίρες των ματιών σου, ξέρω να σε ψάχνω σε δάση στοιχειωμένα σκίζοντας τις πυκνές φυλλωσιές των συναισθημάτων που σε κρατούν δεμένο στην απάθεια... κι αρχίζω να μιλώ και ξέρω πως απάντηση δεν πρόκειται να πάρω σύντομα...είσαι χαμένος, καταποντισμένος...δε με πειράζει...έχω κι εγώ υπάρξει σε άδειο δωμάτιο μετρώντας τις φλόγες που μου καίγαν την ψυχή, πίνοντας τα φαρμάκια της ζωής μου αχόρταγα, με λύσσα...πάρε...πάρε κι αυτό το βάσανο, πάρε και τ' άλλο, πάρε κι εκείνο το μικρό εκεί στην άκρη....κι οι φλόγες να μου γλείφουν το πρόσωπο και μόνο τα δάκρυα που έχυνα είχα για να ξεδιψώ. Έπειτα, να' σου ο ύπνος σαν απρόσκλητος επισκέπτης κι ερχόταν το πρωί για να με βρει στην ίδια θέση κολλημένη να μετρώ τις σκιές στο δωμάτιο, ενώ ο ήλιος πάσχιζε να μου θυμίσει την παρουσία του. Και σηκωνόμουν...τραβούσα τα κομμάτια μου, τα έδενα σφιχτά και συνέχιζα...κι όλα συνέχιζαν να συ...