Ήρθες και μου ‘πες «πάμε!» Δε ρώτησα καθόλου το πού. Τα μάτια έφταναν να λάβω την απόφαση. Κι έπειτα, η ώρα ήταν δειλινό, μια συμφωνία χρωμάτων σαν ορχήστρα. Πήγαμε μια βόλτα σε πράσινο λόφο. Δυσκολευτήκαμε, αλήθεια, να τον βρούμε. Ήθελες να 'ναι τέλειο το σκηνικό. Κάτι που θα ‘δινε το απαιτούμενο θάρρος. Λουλούδια σε άνθιση, μέλισσες, πεταλούδες και πουλιά. Συζήτηση περί ανέμων και υδάτων. Πιο φλύαρα τα μάτια ασφαλώς, έτρεχαν πάνω στο πρόσωπο, άγγιζαν τρυφερά τις γωνίες, τις εσοχές, την όποια ρυτίδα. Ο ήλιος τρεμόπαιζε στα βλέφαρα, ένα ελαφρύ ρόδισμα στα μάγουλα, κατέβηκαν μετά στους ώμους μου, συνέχισαν να ψάχνουν τις παλάμες μου κι όταν τις βρήκαν, ένα σκίρτημα συνάμα και γαλήνη, τι χαρά! Σταμάτησες εμπρός μου και με κοίταξες ξανά ευθεία στα μάτια κι έψαχνες το θάρρος να μου πεις πως η ζωή σου μόνο μαζί μου θα είχε νόημα στο εξής. Πως άλλο δεν έψαχνες τίποτα στον κόσμο που να σου δίνει τέτοια και ...
Αναρτήσεις
Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2021
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Σκέψεις στερνές Σ’ ένα κρεβάτι αδειανό Γυρνούσε το κορμί του. Κι ως γύριζε με πόνο και οδύνη, Η σκέψις του εντούτοις κοφτερή, Τους Φαρισαίους της ζωής του Έστην’ εμπρός στα μάτια του η θλίψη. Κι όμως, συγχώρεση τους είχε φυλαγμένη. Κάπου στο τέλος η ζωή σαν πλησιάζει Όμοια της ρήσης του Χριστού την ύστατη ώρα, Άραγε να ξέρουν τι ποιούσι; Γιατί ποιος, τάχατες, από εκείνους να περίμενε Ή να’χε ποτέ του φανταστεί Πως άδικο να κρίνουν τη ζωή των άλλων είναι; Έτσι διδάχθηκαν να κάνουν παιδιόθεν Κι ούτε που ρώτησαν ποτέ ή δε φαντάστηκαν Πως άλλο το νόημα της ζήσης σίγουρα είναι. Όχι ν’ αλληλοκρίνονται ή να καταδικάζουν Μ’ αφορισμούς πολλούς την άστατη ζωή του, Μα να’ χουνε μέσα τους ψυχή Τα έργα της ζωής τους για να κρίνουν Από την πρώτη της στιγμή. Κι όσο περπάτησαν Τα μονοπάτια της που άγνωρα στέκαν έμπροσθέν τους. Κι αν ίσως πήραν κάποιο στενό κι απότομα τους βρήκαν του καιρού ο...