Ναρκωτικά

Στα σκαλοπάτια του πόνου πεσμένα άσπρα περιστέρια. Η διέξοδος είναι αδιέξοδο ολόγιομα φεγγάρια. Τι με κοιτάς με δακρυσμένα μάτια; Λυπάσαι; Πονάς; Και η οπτασία που κυνηγούσες τι έγινε; Τέλειωσε μαζί με τη δόση σου; Μα δε μπορείς ούτε να μιλήσεις! Στα χέρια σου όλα τα δώρα που σου χάρισαν: χρυσάφια! Το βλέμμα σου γυρνάει μ’ απορία στο δωμάτιο. Καινούριο στέκι. Στο παλιό γκαράζ που σε φέρανε δεν είχες ξαναπάει. Τι είναι αυτό στο βάθος; Ένα κουφάρι σκεπασμένο με κουρέλια. Το άκρο αντίθετο από σένα. «Και ποια η διαφορά;» αναρωτιέσαι. Και κάνεις αργά, πολύ αργά, προσπάθεια να κινηθείς, να φτάσεις εκείνο το κουφάρι και να τ’ αγγίξεις κάτι που δε θα έκανες ποτέ άλλοτε, γιατί δεν έκανες ποτέ παρέα με αλήτες. Πολύ αργά! Πάγωσε απ’ το θάνατο. Η σύριγγα με μια σταγόνα αίμα κι άλλη μια με θάνατο, πόσο ακούνητη, άψυχη κι ακίνδυνη φαίνεται. Ίδρωσες; Κλαις; Δε μπορώ να ξεχωρίσω. Μα φεύγεις Οδυσσέα για το ταξίδι σου… για την "Ιθάκη".