Ανήφορος
Γέμισε η ψυχή,τι άλλο να χωρέσει; Γέμισε και ο αέρας ανάσες και ψυχές που φτερουγίζουν ανάμεσα στους αγκώνες μας, στην πλάτη μας ακουμπούν κι έπειτα συνεχίζουν το ταξίδι τους. Βλέμματα στον αέρα διασταυρώνονται κι αναρωτιούνται, τα μυστικά που κουβαλούν προδίδουν, τα ίδια ανεξήγητα λες πως νιώθουν. Κι αυτό που νιώθεις νιώθουν κι όλο ψάχνουν την ψυχή να ελαφρύνουν, τη δύναμη που θα δώσεις ζητάνε για να πάρουν και να χαμογελάσουν, βοήθεια μέσα σε δύσκολους καιρούς. Τώρα,σιγά σιγά καταλαβαίνουν,τώρα και σιγά σιγά θα βλέπουν, το δρόμο τον αδιάβατο από εμάς ακόμα,πως περιμένει, την ανηφόρα που οδηγεί σ'εκείνο το βουνό πως δε θα αποφύγουν. ...κι εγώ που στέκομαι ίσια κι ευθεία την ανηφόρα κοιτάζω κι έχω αρχίσει να ανεβαίνω κι άλλους πολλούς σ'αυτόν το δρόμο αντικρίζω... τους Ταξιάρχες κανένας δεν εγέλασε, παύουν εκεί τ'αστεία, η μόνη αλήθεια βλέπουν να ίπταται από πάνω μας. Κι όμως, ενώ γνωρίζουμε όλα αυτά, εντούτοις προχωράμε σιγοσφυρίζοντας. Μήπως δε...